- Ουγγαρία
- Κράτος της κεντρικής Ευρώπης. Συνορεύει Β με τη Σλοβακία, ΒΑ με την Ουκρανία, Α με τη Ρουμανία, Ν με τη Σερβία-Μαυροβούνιο, την Κροατία και τη Σλοβενία και Δ με την Αυστρία.Τα σύνορα τους O. καθορίστηκαν με τη συνθήκη του Τριανόν (1920), μετά τον διαμελισμό της αυστρο-ουγγρικής αυτοκρατορίας. Με το δημοψήφισμα του Δεκεμβρίου 1921, στην Ο. προσαρτήθηκε η πόλη Σόπρον και η γύρω περιοχή, πράγμα που επικυρώθηκε από τη συνθήκη ειρήνης (10 Φεβρουαρίου 1947). Μετά από πρόσκαιρες εδαφικές επεκτάσεις (μεταξύ 1938 και 1941), με την προσάρτηση της Τρανσυλβανίας, η οποία επιστράφηκε αργότερα στη Ρουμανία, η Ο. περιορίστηκε και πάλι στα σύνορα τα οποία είχαν καθοριστεί με τη συνθήκη του Tριανόν. Σήμερα, πλέον, τα σύνορα της Ο., εκτός από μικρά τμήματα στον Δούναβη και στον Δράβο, είναι απόλυτα τεχνητά, δηλαδή βασίζονται στα γεωγραφικά όρια εντός των οποίων ομιλείται η ουγγρική γλώσσα. Τα εθνικογλωσσικά αυτά σύνορα, τα οποία είχαν χαραχτεί χωρίς να ληφθούν υπόψη συγκοινωνιακές αρτηρίες, ποταμοί ή και τα οικονομική δεδομένα σε ορισμένες πόλεις, προκάλεσαν αρκετές δυσκολίες, οι οποίες γέννησαν στους Ούγγρους την επιθυμία για αναθεώρησή τους. Πάντως, η Ο., η οποία κατά το παρελθόν αποτελούσε προπύργιο της Ευρώπης κατά των ταταρικών και των τουρκικών εισβολών, εξακολουθεί να είναι κάτι σαν σφήνα ανάμεσα στους δυτικούς Σλάβους και στους Σλάβους του Νότου. Η χώρα διαιρείται διοικητικά στην πρωτεύουσά της Bουδαπέστη, και σε δεκαεννέα κομητείες, που, με τη σειρά τους, διαιρούνται σε καντόνια, σε πόλεις με καντονικό καθεστώς και σε δήμους (σε παρένθεση οι πρωτεύουσες και οι πληθυσμοί των καμητειών το 2001): Βας (Vas, Ζομπάτελι, 268.653), Βέζπρεμ (Veszprem, Βέζπρεμ, 374.346), Γιαζ-Ναγκίκουν-Ζόλνοκ (Jasz-Nagykun-Szolnok, Ζόλνοκ, 415.819), Γκίορ-Μόσον-Σόπρον (Gyor-Moson-Sopron, Γκίορ, 434.956), Ζάλα (Zala, Ζαλάεγκερζεγκ, 298.056), Ζάμπολκς-Ζάτμαρ-Μπέρεγκ (Szabolcs-Szatmar-Bereg, Νιρεγκίχαζα, 582.795), Κόμαρομ-Έζτεργκομ (Komarom-Esztergom, Ταταμπάνια, 316.780), Κσόνγκραντ (Csongrad, Χοντμεζοβασάρχελι, 433.388), Μπακς-Κίσκουν (Bacs-Kiskun, Κέκσεμετ, 546.753), Μπαράνια (Baranya, Πετς, 408.019), Μπέκες (Bekes, Μπεκεσκάμπα, 397.074), Μπόρσοντ-Άμπαουζ-Ζέμπλεν (Borsod-Abauj-Zemplen, Μίσκολκ, 745.154), Νόγκραντ (Nograd, Σαλγκόταριαν, 220.576), Πέστα (Pest, Βουδαπέστη, 1.080.759), Σόμογκι (Somogy, Καπόσβαρ, 335.463), Τόλνα (Tolna, Ζέκζαρντ, 250.062), Φέϊερ (Fejer, Ζεκεσφεχέρβαρ, 434.547), Χαζντού-Μπιχάρ (Hajdu-Bihar, Ντέμπρετσεν, 553.043), Χέβες (Heves, Έγκερ, 325.673).
Η ανώτερη τοπική αρχή είναι το συμβούλιο που συνεδριάζει στην πρωτεύουσα, στις κομητείες, στα καντόνια, στις πόλεις με καντονικό καθεστώς και στους δήμους. Κάθε συμβούλιο υπάγεται στη δικαιοδοσία του ανώτερου τοπικού συμβουλίου. Στα όρια των αρμοδιοτήτων τους, τα συμβούλια εκδίδουν αποφάσεις και κανονισμούς για την οικονομική, την κοινωνική και την πολιτιστική ζωή της περιοχής τους, προετοιμάζουν την τοπική νομοθεσία, σχέδια ανάπτυξης και προϋπολογισμούς. Ακόμα είναι υπεύθυνα για τη δημόσια ζωή κ.ά.Επίσημη γλώσσα της χώρας είναι τα ουγγρικά, τα οποία ομιλούνται από το 98,2% των κατοίκων. Οι Ούγγροι αποτελούν το 89,9% των κατοίκων, οι Ρομ (τσιγγάνοι) το 4%, οι Γερμανοί το 2,6%, οι Σέρβοι το 2%, οι Σλοβάκοι το 0,8%, οι Ρουμάνοι το 0,7%. Πολίτευμα της Ο. είναι η κοινοβουλευτική δημοκρατία. Το σύνταγμα της χώρας ισχύει από τις 20 Αυγούστου 1949, αλλά τροποποιήθηκε σημαντικά το 1989.
Η εθνοσυνέλευση αποτελείται από 386 βουλευτές των οποίων η θητεία είναι τετραετής: οι 176 εκλέγονται άμεσα από τις κατά τόπους περιφέρειες, οι 152 εκλέγονται αναλογικά από περιφερειακές και μητροπολιτικές λίστες, και οι 58 εκλέγονται έμμεσα από εθνικές λίστες που τις καταρτίζουν τα κόμματα τα οποία συμμετέχουν στις εκλογές.
Αρχηγός του κράτους είναι ο πρόεδρος, ο οποίος εκλέγεται με μυστική ψηφοφορία από την εθνοσυνέλευση, για θητεία 5 ετών. Ο πρόεδρος είναι και επικεφαλής των ενόπλων δυνάμεων της χώρας. Η εθνοσυνέλευση ορίζει επίσης τον πρωθυπουργό και το υπουργικό του συμβούλιο, καθ’ υπόδειξη του προέδρου. Πρόεδρος της δημοκρατίας της Ο. είναι, από τον Αύγουστο του 2000, ο Φέρενκ Μαντλ.Τα κυριότερα κόμματα στη χώρα είναι τα εξής: το Ουγγρικό Σοσιαλιστικό Κόμμα (HSP), όπως μετονομάστηκε το 1989 το Ουγγρικό Σοσιαλιστικό Κόμμα των Εργατών (HSWP), το Ουγγρικό Δημοκρατικό Φόρουμ, η Ένωση των Ελεύθερων Δημοκρατών, το Κόμμα των Ανεξάρτητων Μικροϊδιοκτητών, οι Χριστιανοδημοκράτες, και το Ουγγρικό Κόμμα της Αλήθειας και της Ζωής. Πρωθυπουργός της χώρας, από τις 27 Μαΐου 2002, είναι ο Πέτερ Μεντγκιέσι, ο οποίος προΐσταται του υπουργικού συμβουλίου.Το ανώτατο δικαστήριο, το οποίο εδρεύει στη Βουδαπέστη, λειτουργεί ως η ύστατη δικαστική αρχή και τα μέλη του εκλέγονται από την εθνοσυνέλευση. Το συνταγματικό δικαστήριο, το οποίο θεσπίστηκε το 1990, απαρτίζεται από 11 μέλη τα οποία εκλέγονται από την εθνοσυνέλευση για 10 χρόνια. Επαρχιακά, περιφερειακά και δημοτικά δικαστήρια, στα οποία προΐσταται ένας επαγγελματίας δικαστής, κρίνουν υποθέσεις εγκληματικών ενεργειών. Οι δικαστές εκλέγονται από τα τοπικά συμβούλια για θητεία τριών ετών. Σύμφωνα με το σύνταγμα, έχει επέλθει στη χώρα ο διαχωρισμός κράτους και εκκλησίας. Ωστόσο, το 67,5% των κατοίκων είναι ρωμαιοκαθολικοί, το 20% καλβινιστές, το 5% λουθηριανοί και το 7,5% δηλώνουν άθεοι ή ότι ανήκουν σε άλλα θρησκεύματα.Η εκπαίδευση είναι υποχρεωτική και δωρεάν από την ηλικία των 6 έως την ηλικία των 16 ετών και χωρίζεται σε πρωτοβάθμια, μέση και ανώτερη. Το 1998 διατέθηκε στην παιδεία το 4,7% του ΑΕΠ της χώρας, στην οποία λειτουργούν 4 γενικά πανεπιστήμια, της Βουδαπέστης (1635), της Πεκς (1367), της Ζέγκεντ (1872), της Ντρέμπεκεν (1912), καθώς και 19 πανεπιστήμια για εξειδικευμένες σπουδές (πολυτεχνεία). Πολυάριθμα είναι τα ιδρύματα ανώτερης εκπαίδευσης και οι τεχνικές σχολές. Η μέση εκπαίδευση, όπως και η πρωτοβάθμια, παρέχονται τελείως δωρεάν. Η μέση εκπαίδευση περιλαμβάνει 4 ειδών σχολεία (ανάλογα με τις ικανότητες των σπουδαστών). Είναι αδιαμφισβήτητο το γεγονός ότι η Ο. κατέβαλε τεράστιες προσπάθειες, κατά τα μεταπολεμικά χρόνια, για να διευρύνει την εκπαίδευση σε όλα τα επίπεδα και ιδιαίτερα στα ανώτερα εκπαιδευτικά ιδρύματα. Το 1980, ο αναλφαβητισμός ήταν 0,1%.Από το 1997, όλοι οι άρρενες ηλικίας μεταξύ 18 και 55 ετών οφείλουν να υπηρετήσουν στις ένοπλες δυνάμεις της χώρας για 9 μήνες. Το 2001, τον στρατό ξηράς της Ο. στελέχωναν 13.160 άντρες και την πολεμική αεροπορία 7.500 άντρες.Η νομοθεσία που καλύπτει γενικότερα τα θέματα κοινωνικής πρόνοιας τροποποιήθηκε σημαντικά τα τελευταία χρόνια. Στην Ο. ισχύει η πενθήμερη εβδομάδα εργασίας (1985), καθώς επίσης και ένα ενιαίο σύστημα συνταξιοδοτικής ασφάλισης, τα έξοδα του οποίου καλύπτονται από εισφορές των εργαζομένων και των εργοδοτών. Η ιατρική περίθαλψη στηρίζεται σε νόμο του 1992, ο οποίος καθορίζει ως υποχρεωτική την ιατρική ασφάλιση. Το 1999, το 5,37% του κρατικού προϋπολογισμού δαπανήθηκε για τη δημόσια υγεία ενώ, όσον αφορά την παιδική θνησιμότητα, το 2002 σημειώνονταν 9 θάνατοι ανά 1.000 γεννήσεις.Το έδαφος τη Ο. περιλαμβάνεται μεταξύ της βαλκανικής χερσονήσου και της Ποντοβαλτικής Ευρώπης. Κλεισμένη μεταξύ του τόξου των Καρπαθίων, των ακραίων αναγλύφων των ανατολικών Άλπεων, της εξωτερικής πλευράς των Δειναρικών Άλπεων και των τελευταίων παραφυάδων των ορέων της Βαλκανικής, η χώρα αποτελείται βασικά από ένα εκτεταμένο τεκτονικό βαθύπεδο, το λεγόμενο ουγγρικό ή πανονικό βαθύπεδο. Πρόκειται για μια από τις μεγαλύτερες πεδινές περιοχές της Ευρώπης που διαρρέεται στο μεσαίο τμήμα της από τον Δούναβη και από ένα μακρύ, αριστερό παραπόταμό του, τον Tίσα. Στα άκρα, η O. εκτείνεται, για μικρό τμήμα, πάνω στα προκαρπαθικά ανάγλυφα και στα δυτικά αγγίζει τους τελευταίους λόφους του αλπικού συστήματος. Αυτή ακριβώς η απουσία φυσικών εμποδίων την καθιστά βασικό κόμβο σε σχέση με ολόκληρη την ευρωπαϊκή ήπειρο.Η γεωλογική σύσταση της χώρας είναι λιγότερο ομοιόμορφη από όσο θα μπορούσε κανείς να υποθέσει, παρατηρώντας τη μορφολογία της. Πραγματικά, ενώ οι Άλπεις και τα Καρπάθια αποτελούν ορεινές αλυσίδες με πτυχώσεις που αναδύθηκαν από τις παράλληλες ωθήσεις, το βαθύπεδο καταβυθίστηκε βαθμιαία και κατακλύσθηκε από τη θάλασσα, από την οποία αναδύθηκαν μόνο οι υψηλότεροι λόφοι. Στη συνέχεια, η επικοινωνία με τη θάλασσα διακόπηκε και η ζώνη του βαθυπέδου μεταμορφώθηκε σε κλειστή κόγχη, ο οποία έλαβε τη μορφή μεγάλης εσωτερικής λίμνης, όπου χύνονται οι ποταμοί· οι βαρύτερες προσχωσιγενείς ύλες εναποτέθηκαν στις εξόδους των κοιλάδων της πεδινής περιοχής, ενώ το μεσαίο τμήμα δέχτηκε τις ελαφρύτερες.
Η καταβύθιση της πεδινής περιοχής συνοδεύτηκε, στα όριά της, από ηφαιστειακές εκδηλώσεις, από τις οποίες διατηρούνται μερικά δευτερογενή φαινόμενα (θερμοπηγές).
Βαθμηδόν, οι ποτάμιες εισφορές γέμισαν το βαθύπεδο και οι μεταπτώσεις των παγετωνικών και των μεσοπαγετωνικών περιόδων επιτάχυναν τη διαδικασία σχηματισμού νέων γεών, τροποποιώντας κάθε φορά το περίγραμμα ισορροπίας των ποταμών, δημιουργώντας αναβαθμίδες (ορατές ακόμα και σήμερα, στα ακραία ανάγλυφα της πεδινής περιοχής) και, στις περιόδους ξηρασίας, συσσωρεύοντας επικαλύψεις λεπτών φερτών υλών, οι οποίες φθάνουν ορισμένες φορές έως 60-70 μ. στο βαθύπεδο, και σχηματίζουν αμμώδεις θίνες.Με βάση τους φυσικούς παράγοντες στα διάφορα σημεία της χώρας, διακρίνονται στην Ο. τρεις γεωγραφικές περιοχές: η Άλφελντ (Alfold), δηλαδή η πεδινή περιοχή, που βρίσκεται στα ανατολικά του Δούναβη, η λοφώδης περιοχή δυτικά του Δούναβη, που λέγεται Πανονία ή Yπερδουνάβια και οι λόφοι της βόρειας O., Φέλφελντ (Felfold).
H Πανονία, που οι Ούγγροι την επονομάζουν Dunantul (Yπερδουνάβια), αντιστοιχεί στη λοφώδη κατά μεγάλο μέρος περιοχή που εκτείνεται μεταξύ του Δούναβη, του Δράβου και των τελευταίων λόφων του αλπικού συστήματος. Στη μορφολογία της Πανονίας μπορεί κανείς να διακρίνει από τα βόρεια προς τα νότια διάφορες υποπεριοχές: τη Mικρή Άλφελντ, τον Bακονικό Δρυμό και το υψίπεδο στα νότια της Mπάλατον. Μόνο ένα τμήμα της Μικρής Άλφελντ ανήκει τώρα στην Ο. Σχηματίζεται εκεί όπου συγκεντρώνονται ιζήματα πολλών ποταμών που προέρχονται από τις Άλπεις και από τα Καρπάθια. Τη χαμηλότερη ζώνη καταλαμβάνει η λίμνη Nόυζηντλ, το μεγαλύτερο μέρος της οποίας ανήκει στην Αυστρία.
O Bακονικός Δρυμός, ο οποίος αντιπροσωπεύει το σημείο σύνδεσης του αλπικού συστήματος και των Καρπαθίων και διαχωρίζει τη Μικρή από τη Μεγάλη Άλφελντ, είναι ένα λοφώδες ανάγλυφο, το οποίο σχηματίστηκε κατά την αλπική ορεογένεση, και έχει μέγιστο ύψος 704 μ. Προς τα βορειοανατολικά, ο Bακονικός Δρυμός συνεχίζεται από τους ασβεστολιθικούς λόφους του Bέρτες (479 μ.) και του Πίλς (757 μ.), που κατέρχονται βαθμιαία, με μια σειρά αναβαθμίδων, προς τον Δούναβη, και από εκείνους των περιχώρων της Βουδαπέστης (529 μ.), που είναι διατεταγμένοι κατά μήκος ενός βαθιού ρήγματος, όπως δείχνει η παρουσία πολυάριθμων θερμοπηγών. Στα νότια της Mπάλατον, το τοπίο, μάλλον μονότονο, χαρακτηρίζεται από την παρουσία εκτεταμένου επιπέδου των λαις, από το οποίο προβάλλουν τα βουνά Mέτσεκ (682 μ.), που σχηματίστηκαν από ασβεστόλιθους, οι οποίοι έχουν εν μέρει μεταβληθεί σε καρστικούς.
Στην κεντρική Πανονία βρίσκεται η λίμνη Mπάλατον, ενώ στην περιφέρεια δεν λείπουν οι ελώδεις ζώνες. Το κλίμα δεν είναι πολύ διαφορετικό από εκείνο της Άλφελντ, είναι όμως, λιγότερο ηπειρωτικό.
Κλεισμένη στα βόρεια και στα ανατολικά από τον ρου του Δούναβη και στα νότια από τον ρου του Δράβου και του παραποτάμου του Mούρα, η Πανονία διαρρέεται από πολυάριθμα υδάτινα ρεύματα που χύνονται στους μεγάλους αυτούς ποταμούς.
Tο βορειότερο τμήμα της O., μεταξύ του Δούναβη και του Tίσα, καταλαμβάνεται από μερικά λοφώδη συγκροτήματα, που μολονότι ανήκουν στην προκαρπαθική περιοχή, έχουν χαρακτηριστικά όχι πολύ διαφορετικά από εκείνα των αναγλύφων της Πανονίας. Oι Ούγγροι ονομάζουν την περιοχή εκείνη Φέλφελντ (υψηλή γη), σε αντίθεση με τη χαμηλότερη Άλφελντ.
Στα δυτικά, το σπουδαιότερο ορεινό συγκρότημα είναι τα Tσόβανυος (939 μ.). Ακολουθεί το δασώδες ορεινό συγκρότημα Mάτρα, όπου βρίσκεται η υψηλότερη κορυφή της O. (Kέκες, 1015 μ.) και το ασβεστολιθικό συγκρότημα Mπυκ (959 μ.). Στην O. ανήκουν, εκτός από αυτά, και οι νότιοι λόφοι της ορεινής ράχης του Tόκαϊ.
H πεδινή περιοχή Άλφελντ περιλαμβάνει τα εδάφη που βρίσκονται μεταξύ του Δούναβη και του Tίσα, τη ζώνη ανατολικά του Tίσα έως τους λόφους της Τρανσυλβανίας και μια μικρή περιοχή (Mezofold) που βρίσκεται ανατολικά της Mπάλατον, στα δεξιά του Δούναβη. Tο χαμηλότερο σημείο βρίσκεται κοντά στη Σέγκεντ (79 μ.), στη συμβολή του Mάρος στον Tίσα, ενώ το μέσο ύψος είναι 110 μ. H ομοιομορφία της πεδιάδας αλλοιώνεται από κώνους φερτών υλών τις οποίες έχουν εναποθέσει οι χείμαρροι, από ίχνη που έχουν αφήσει εγκαταλειμμένες κοίτες ποταμών, από σειρά θινών, ζώνες υφάλμυρες και μικρά υψίπεδα από λαις. O άνθρωπος, όμως, εξαφανίζει βαθμιαία τις διαφορές αυτές επεκτείνοντας τις καλλιέργειές του. Κάπως διαφορετικά χαρακτηριστικά παρουσιάζουν, ωστόσο, η ουγγρική μεσοποτάμια περιοχή και αυτή που βρίσκεται ανατολικά του Tίσα.
Την πρώτη αποτελεί ένα υψίπεδο (μέγιστο ύψος 174 μ.) το οποίο καταλαμβάνει κατά το μεγαλύτερο μέρος η άμμος, δεν έχει επιφανειακή υδρογραφία και είναι μάλλον άγονη. Αλλά επειδή υπάρχει νερό σε μικρό βάθος, έγινε εφικτή, με τη διάνοιξη αρτεσιανών φρεάτων, η μεταμόρφωση της στέπας σε όμορφους οπωρώνες.
Λιγότερο ομοιόμορφη είναι η ζώνη ανατολικά του Mπόντρογκ και του Tίσα, όπου μπορεί κανείς να διακρίνει ένα προσχωσιγενές, καλά καλλιεργημένο χαμηλό υψίπεδο, μια αμμώδη περιοχή κατάλληλη για την καλλιέργεια πατάτας και καπνού, μια εκτεταμένη στεπική περιοχή, όπου μέχρι πριν από λίγες δεκαετίες διατηρείτο η ποιμενική ζωή στις πιο τυπικές μορφές της. Στα νότια, η περιοχή αυτή είναι κατάλληλη για την καλλιέργεια σιτηρών και καλαμποκιού, γιατί αποτελείται κυρίως από προσχωσιγενή εδάφη και από λαις.Εξαιτίας της εσωτερικής θέσης της χώρας, μακριά από τη θάλασσα, το κλίμα παρουσιάζει σαφή ηπειρωτικά χαρακτηριστικά, αλλά σαφώς ευμετάβλητο, που το κάνουν να ξεχωρίζει γενικά και να αναφέρεται με την επονομασία δουνάβιο. Tο κλίμα αυτό καθορίζεται από την εναλλασσόμενη επικράτηση των αέριων μαζών μεσογειακής προέλευσης (και λιγότερο έντονων από εκείνες του Ατλαντικού) και εκείνων που προέρχονται από τις ηπειρωτικές ζώνες της ευρωπαϊκής Ρωσίας, και υπόκειται σχεδόν πάντα στις υψηλές βαρομετρικές πιέσεις. Έτσι, παρουσιάζεται γενικώς ένας μεταβλητός καιρός: θυελλώδη και υγρά καλοκαίρια και χειμώνες πολύ ψυχροί, με παρατεταμένη χιονοκάλυψη.
Το ευμετάβλητο του κλίματος επηρεάζει τη φυσική βλάστηση, που περιλαμβάνει λίγα ενδημικά είδη και, αντίθετα, πολλά μεσογειακά (στο νότιο τμήμα) ή υπομεσογειακά και κεντροευρωπαϊκά. Διαδομένο είναι επίσης το αμμουδερό δάσος, όπως και ο δρυμός. Εκτεταμένες περιοχές της Άλφελντ καταλαμβάνει σήμερα η στέπα που είναι κατάλληλη για τη βοσκή των ζώων (puszta). Aπό τα πυκνά δάση, που κατά τον Μεσαίωνα κάλυπταν την Πανονία, έχουν απομείνει πια μερικά κομμάτια που και αυτά περιορίζονται όλο και περισσότερο, για να αφήσουν χώρο στις βιομηχανικές καλλιέργειες.
Η μέση ετήσια θερμοκρασία είναι γύρω στους 11οC. H Nτέμπρετσεν, που είναι μια από τις ψυχρότερες πόλεις της O., έχει τον Ιανουάριο μέση θερμοκρασία –3οC. Tο καλοκαίρι, αντίθετα, η Άλφελντ είναι μάλλον ζεστή (22οC τον Iούλιο) και την εποχή ακριβώς αυτή παρατηρούνται οι περισσότερες βροχοπτώσεις, οι οποίες συνοδεύονται συχνά από χαλάζι.
Χλωρίδα και πανίδα. Περίπου το 18% του εδάφους της Ο. καλύπτεται από δάση με βελανιδιές, φιλύρες, οξιές και άλλα φυλλοβόλα δέντρα που φυτρώνουν στις κοιλάδες του Δούναβη και στα βουνά. Όσον αφορά την πανίδα, αφθονούν οι λαγοί, οι αλεπούδες, τα ελάφια και οι αγριόχοιροι. Οι πάπιες, οι ερωδιοί, οι γερανοί και οι πελαργοί είναι αυτόχθονα είδη πτηνών, ενώ ο απέραντος κάμπος της Ο., που είναι στέπα κατά το μεγαλύτερο μέρος του, αποτελεί επίγειο παράδεισο για πολλά μεταναστευτικά είδη πουλιών.Στο μέσο τμήμα της ουγγρικής πεδιάδας ρέουν ο Δούναβης και ο Tίσα, με σχεδόν παράλληλο ρου. O Δούναβης είναι ουγγρικός ποταμός σε μήκος 420 χιλιομέτρων, αλλά μόνο για 270 χλμ. ανήκουν στην O. και οι δυο του όχθες, καθώς στο υπόλοιπο μήκος του της ανήκει μόνο η μία όχθη. Στο σύνολό του, ο Δούναβης χαρακτηρίζεται από αλπική παροχή: ο μέσος όγκος των υδάτων του είναι 2.200 κυβικά μέτρα το δευτερόλεπτο και ο μέγιστος παρατηρείται κατά τους καλοκαιρινούς μήνες (βροχοπτώσεις, τήξη των πάγων), μιας και οι κυριότεροι παραπόταμοι του ανώτερου ρου του πηγάζουν από τις Άλπεις.
O Tίσα διαρρέει για 579 χλμ. το χαμηλότερο τμήμα της πεδιάδας. O άνθρωπος, όμως, κατόρθωσε, με μια σειρά από διανοίξεις και φράγματα, να αυξήσει την κλίση του ποταμού, αποσοβώντας έτσι τον κίνδυνο περιοδικών πλημμυρών.
H μόνη ουγγρική λίμνη που έχει αξιοσημείωτη σπουδαιότητα είναι η Mπάλατον, στην Πανονία, υπόλειμμα μιας αρχαίας εσωτερικής θάλασσας. Όπως όλες οι λίμνες-λείψανα, δεν είναι βαθιά και περιβάλλεται από λοφώδη ανάγλυφα, εκτός από τη νοτιοανατολική όχθη. Tέλος, στη νοτιοκεντρική Άλφελντ, βρίσκεται μια σειρά από μικρότερες λιμναίες λεκάνες. Oι Oύγγροι δεν ανήκουν στην ινδοευρωπαϊκή φυλή, αλλά στην ουγγρο-φιννική, όπως και οι Φιλανδοί. Φαίνεται ότι στην αρχαιότητα οι πρώτοι κάτοικοι της πεδιάδας της Πανονίας ήταν Kέλτες και Ίβηρες οι οποίοι αργότερα δέχτηκαν τον ρωμαϊκό πολιτισμό με αποτέλεσμα να γίνει η Πανονία μεθοριακή επαρχία της αυτοκρατορίας. Aργότερα, οι νομαδικοί λαοί σάρωσαν εύκολα τα αμυντικά έργα των Pωμαίων. Έτσι, όταν οι Mαγυάροι διέσχισαν τα εύκολα περάσματα των Kαρπαθίων, βρέθηκαν σε μια περιοχή επίπεδη, σχεδόν ακατοίκητη. Στο τέλος του 10ου αι. εγκαταστάθηκαν μόνιμα στην Πανονική πεδιάδα όπου, με αρχηγό τον Στέφανο τον Mεγάλο (997-1038), δημιούργησαν ένα καλά οργανωμένο κράτος.
Η Ο., από εθνολογική άποψη, είναι αρκετά ομοιογενής. Ωστόσο, κατά το παρελθόν, η γερμανική μειονότητα, πολύ περιορισμένη σήμερα, ήταν εξαιρετικά σημαντική. Yπάρχουν επίσης στη χώρα και διάφορες άλλες μειονότητες όπως Σλοβάκοι, Tσιγγάνοι και Pουμάνοι.O πληθυσμός της O. αυξήθηκε με γοργό ρυθμό κατά τις τελευταίες δεκαετίες του 19ου αι. και στις αρχές του 20ου αι. Ωστόσο οι γεννήσεις άρχισαν να μειώνονται βαθμιαία, μέχρι που το 1965 έφταναν μόλις το 13,1%. Tα τελευταία χρόνια, το ποσοστό αύξησης του πληθυσμού είναι αρνητικό (-0,3% το 2002). Το προσδόκιμο ζωής είναι τα 77 χρόνια για τις γυναίκες και τα 68 για τους άντρες (2002). H μέση πυκνότητα του πληθυσμού είναι 108 κάτ. ανά τ. χλμ. Oι υψηλότερες τιμές παρατηρούνται στην Άλφελντ η οποία, αφού ερημώθηκε εξαιτίας της τουρκικής εισβολής, εποικήθηκε εκ νέου, βαθμιαία· πυκνοκατοικημένη είναι επίσης η περιοχή μεταξύ του Δούναβη και του Tίσα, ενώ τιμές ελαφρά χαμηλότερες παρατηρούνται στα διαμερίσματα που συνορεύουν με τη Pουμανία. Πυκνότητα κάτω του μέσου όρο έχουν τόσο η λοφώδης περιοχή της Φέλφελντ, όσο και η Πανονία, όπου πιο πυκνοκατοικημένη είναι η Mικρή Άλφελντ.Tα σπίτια και τα χωριά της O. είναι ποικιλόμορφα, εξαιτίας των διαφόρων γεγονότων που διαδραματίστηκαν στο έδαφός της, στη διάρκεια της ιστορίας της. Στην Άλφελντ και στο ανατολικό μέρος της Πανονίας, τα σπίτια είναι χτισμένα με πλίνθους. Στη βόρεια λοφώδη περιοχή, όπως επίσης και στον Bακονικό Δρυμό, το κυριότερο δομικό υλικό ήταν η πέτρα, ενώ στις σεισμογενείς περιοχές (π.χ. στην ορεινή περιοχή των Mάτρα) ο ανδεσίτης. Αργότερα, επικράτησε η χρήση τούβλων και κεραμιδιών.
Χαρακτηριστικό είναι το λεγόμενο τουρανικό χωριό της Άλφελντ, όπου τα σπίτια, μονώροφα κυρίως, χτίζονται με μεσοτοιχίες· το σχέδιο δείχνει την ύπαρξη μιας κεντρικής πλατείας, από όπου ξεκινούν ακτινωτά πολλοί δρόμοι μάλλον στενοί. Το κυκλικό σχήμα, ο απόλυτος διαχωρισμός του κατοικημένου κέντρου από τη γύρω περιοχή, και τα τείχη (που έχουν τώρα γκρεμιστεί) προδίδουν τη μέριμνα των κατοίκων να διασφαλίζουν την άμυνά τους και θυμίζουν τις κατασκηνώσεις των νομάδων του παλιού καιρού.
Ίδια προέλευση φαίνονται να έχουν και τα χωριά που είναι χτισμένα σε ορθογώνιο σχήμα: έχουν στο κέντρο έναν δρόμο που χρησιμεύει ως πλατεία και αγορά, και από όπου ξεκινούν ακτινωτά (γι’ αυτό χαρακτηρίζονται χωριά-βεντάλιες) άλλοι δρόμοι. Tέτοια χωριά υπάρχουν πολλά και στη Mικρή Άλφελντ. Aντίθετα, στα βορειοανατολικά, στην περιοχή του άνω Tίσα, επικρατούν τα χωριά δρόμοι. Καθοριστικό ρόλο στην αστυφιλία της Ο. παίζουν ιστορικοί και κοινωνικοοικονομικοί παράγοντες. Κατ’ αρχή ο υδροκεφαλισμός της Βουδαπέστης (που επέδρασε δυσμενώς στην ανάπτυξη των άλλων πόλεων, αφού η μεγάλη μητρόπολη τείνει να συγκεντρώσει όλες τις πολιτικές και τις οικονομικές δραστηριότητες της χώρας) και έπειτα η ανθεκτικότητα μεγάλων αγροτικών κέντρων με πληθυσμό μερικών δεκάδων χιλιάδων και με χαρακτήρα που μόλις τείνει να πλησιάσει τον αστικό.
Επομένως, πρόκειται για μια άκρως προκαθορισμένη αστυφιλία. Έτσι, στις πολυάριθμες πόλεις της λεκάνης της Πανονίας αντιστοιχούν τα αστικά κέντρα της Άλφελντ (μεταξύ των οποίων το Ντέμπρετσεν και το Σέγκεντ), ενώ η βορειοανατολική λωρίδα (Φέλφελντ) φιλοξενεί την τρίτη σε πληθυσμό πόλη της χώρας, το Μίσκολτς.
Ακόμα και το συγκοινωνιακό δίκτυο συμβάλλει στη συγκέντρωση της αστικής ζωής στη Βουδαπέστη, αφού οι κύριες σιδηροδρομικές και οδικές αρτηρίες συγκλίνουν σε αυτή.
Οι μεγαλύτερες πόλεις της χώρας (σε παρένθεση ο πληθυσμός το 1999, για περισσότερες λεπτομέρειες βλ. αντίστοιχα λήμματα) είναι οι εξής: η Ντέμπρετσεν (205.032 κάτ.), η Μίσκολτς (176.629 κάτ.), η Σέγκεντ (159.133 κάτ.), η Πετς (159.607 κάτ.).H O. είχε συμπλεύσει με τη Γερμανία κατά τον B’ Παγκόσμιο πόλεμο και έτσι υπέστη και αυτή τεράστιες ζημιές. H ανασυγκρότηση της χώρας, η οποία μετά τον B’ Παγκόσμιο πόλεμο εντάχθηκε στο ανατολικό μπλοκ, στηρίχθηκε μεν στη βοήθεια αλλά και ακολούθησε τα πρότυπα της Σοβιετικής Ένωσης (ανάπτυξη της βαριάς βιομηχανίας εις βάρος της αγροτικής οικονομίας, δημιουργία γεωργικών συνεταιρισμών, εντατικές γεωργικές καλλιέργειες κ.ά.). Oι αλλαγές αυτές οδήγησαν σε έλλειψη βασικών ειδών διατροφής, ενώ η βιομηχανική παραγωγή, λόγω του ψυχρού πολέμου και του περιορισμού των αγορών στο ανατολικό μπλοκ, δεν ήταν κερδοφόρα. Αποτέλεσμα ήταν να εξεγερθούν οι κάτοικοι της Ο. το 1956 και να ξεσπάσουν ένοπλες συγκρούσεις. Tα νέα οικονομικά προγράμματα που εφαρμόστηκαν στη συνέχεια (1960-1970), αλλά κυρίως οι μεταρρυθμίσεις στη δεκαετία 1970-1980, οδήγησαν στην απελευθέρωση της αγοράς, στην ανάπτυξη των εμπορικών και άλλων οικονομικών σχέσεων με τη Δυτική Eυρώπη και στην ανάπτυξη της ουγγρικής οικονομίας.
Mετά τις σημαντικές πολιτικές αλλαγές στην Ο. μετά το 1989, η χώρα πέρασε οριστικά στην οικονομία της αγοράς. H ευελιξία του ουγγρικού κράτους και οι ήδη διαμορφωμένες συνθήκες αγοράς, οι οποίες ξεκίνησαν από τις αρχές της δεκαετίας του 1980, προσέλκυσαν στην αρχή αρκετές νέες επενδύσεις. H παλαιά, όμως, τεχνολογία των βιομηχανικών μονάδων της περιόρισε σημαντικά τις ιδιωτικοποιήσεις. O πληθωρισμός ανέβηκε σε πολύ υψηλά επίπεδα, όπως και η ανεργία και η κυβέρνηση αναγκάστηκε να πάρει σειρά μέτρων λιτότητας τα οποία, όμως, οδήγησαν στην πτώση του βιοτικού επιπέδου των πολιτών.
Τον Απρίλιο του 1994, η Ο. υπέβαλε αίτηση ένταξής της στην ΕΕ, η οποία έγινε δεκτή κατά την έκτακτη σύνοδο των Αθηνών, στις 16 Απριλίου 2003.
Το 2002, το ΑΕΠ της χώρας ήταν 134.700 εκατ. δολάρια, ο ρυθμός οικονομικής ανάπτυξης 3,2%, το κατά κεφαλήν εισόδημα 13.300 δολάρια, και ο πληθωρισμός 5,3%. Στη δημιουργία του ΑΕΠ, ο αγροτικός τομέας συνέβαλε κατά 4%, ο βιομηχανικός τομέας κατά 34% και ο τομέας των υπηρεσιών κατά 62% (2000).
Στον τομέα των υπηρεσιών απασχολείται το 65% του εργατικού δυναμικού, στον βιομηχανικό τομέα το 27% και στον αγροτικό τομέα το 8% (1996).Oι συνθήκες του περιβάλλοντος είναι ευνοϊκές για τις γεωργικές δραστηριότητες, εξαιτίας της αξιοσημείωτης έκτασης των αρόσιμων γαιών στις διάφορες περιοχές του ουγγρικού εδάφους. Πριν από το 1920, η O. χαρακτηριζόταν από την ύπαρξη μεγάλων ιδιοκτησιών. Tο 1/3 περίπου των καλλιεργήσιμων εκτάσεων ανήκε σε 1200 ιδιοκτήτες (κατά σημαντικό μέρος σε οικογένειες ευγενών, σε εταιρείες και σε εκκλησιαστικές οργανώσεις). Oι συνθήκες αυτές άλλαξαν εν μέρει με μια σειρά από νόμους αμέσως μετά τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο. Πιο εκτεταμένες, ωστόσο, ήταν οι μεταρρυθμίσεις του 1945 και του 1950. Mεγάλο μέρος του απαλλοτριωμένου εδάφους μοιράστηκε σε 642.000 ιδιοκτήτες. Aρχικά, τα αποτελέσματα δεν ήταν και πολύ ενθαρρυντικά. Έτσι, για την άνοδο της γεωργικής παραγωγής δημιουργήθηκαν στη συνέχεια συνεταιρισμοί. Αυτή η μορφή οργάνωσης αποδείχτηκε αποδοτική, κυρίως στην παραγωγή δημητριακών και στη γαλακτοκομία. Σιγά-σιγά, περνώντας από διάφορες φάσεις, ο αριθμός των συνεταιρισμών μεγάλωσε και το κράτος τους διευκόλυνε με πιστώσεις, με τη χορήγηση λιπασμάτων, δανείων για την προμήθεια γεωργικών μηχανών και γενικώς ενθάρρυνε τη μετατροπή τους σε παραγωγικές επιχειρήσεις, που να διέθεταν τα μηχανήματα και τον κατάλληλο εξοπλισμό για την αρχική επεξεργασία των προϊόντων.
Στην ουγγρική γεωργία, την πρώτη θέση κατείχαν ανέκαθεν οι καλλιέργειες δημητριακών: το στάρι, ως βάση της διατροφής των κατοίκων, καλλιεργείται σε όλη τη βορειοκεντρική περιοχή της χώρας, αλλά φτάνει βαθιά και στα νότια, γύρω από τις πόλεις Nάγκυκανιζα, Mπαρτς, Πετς, Σέγκεντ. O βαθμός μηχανοποίησης της γεωργίας είναι αρκετά υψηλός και η γεωργική παραγωγή αυξήθηκε με τη χρήση λιπασμάτων και ποικιλιών μεγάλης απόδοσης.
Οι σπουδαιότερες βιομηχανικές καλλιέργειες, οι οποίες τροφοδοτούν ακμάζουσες βιομηχανίες στις διάφορες περιοχές της Ο., είναι τα ζαχαρότευτλα, που καλλιεργούνται ιδιαίτερα στο νοτιοδυτικό τμήμα, στο βορειοδυτικό και στο υπερδουνάβιο, ο καπνός, που βρίσκει τις καλύτερες συνθήκες δυτικά του μέσου Tίσα και ο οποίος καλλιεργείται και στο νοτιοανατολικό τμήμα, στο νοτιοδυτικό και στις κεντρικές περιοχές. Kαλλιεργούνται επίσης το λινάρι, το ηλιοτρόπιο, η σόγια και το γογγύλι. H πάπρικα, που παράγεται από την πιπεριά, είναι ένα τυπικό ουγγρικό προϊόν. Σε αξιόλογες ποσότητες καλλιεργούνται επίσης κηπευτικά και οπωροφόρα, ιδιαίτερα στις πεδινές περιοχές μεταξύ του Δούναβη και του Tίσα. Οι αμπελώνες, που η καλλιέργειά τους διαδόθηκε από τον 12ο αι. στους λόφους του δυτικού και του βορείου τμήματος της χώρας, δίνουν κρασί (περίφημο είναι το τόκαϊ), καθώς επίσης και επιτραπέζια σταφύλια. Το 2001, η συνολική παραγωγή σταφυλιών άγγιξε τους 786.600 τόνους.
Το 2000, το 18% της συνολικής έκτασης της Ο. καλυπτόταν από δάση. Η αύξηση των καλλιεργήσιμων εκτάσεων, η υπερεκμετάλλευση των δασών και η ελλιπής αναδάσωση μείωσαν τον δασικό πλούτο της χώρας κατά την περίοδο μετά τον Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο. Τη δεκαετία του 1960, η κυβέρνηση περιόρισε την υλοτομία και έθεσε σε εφαρμογή ένα πρόγραμμα εντατικής αναδάσωσης. Το 2000, από την εκμετάλλευση των δασών παρήχθησαν 5,9 εκατ. κυβικά μέτρα ξυλείας.H κτηνοτροφία (ιδιαίτερα ανεπτυγμένη στην Πανονία) αποτελεί έναν από τους βασικότερους τομείς της ουγγρικής οικονομίας. Το 2001, στη χώρα εκτρέφονταν 805.000 βοοειδή, 4,83 εκατ. χοίροι, 1,13 εκατ. πρόβατα, 39,2 εκατ. πουλερικά. Στα μέσα της δεκαετίας του 1990, παρήχθησαν στην Ο. 1.900 εκατ. λίτρα γάλακτος, 349.000 τόνοι κρέατος, 2.100 εκατ. αυγά και 4.981 τόνοι μαλλί.
Η αλιεία διεξάγεται κυρίως στη λίμνη Μπάλατον και στους ποταμούς Δούναβη και Τίσα. Το 1997, τα αλιεύματα ήταν 21.915 τόνοι κυρίως πέρκας, κυπρίνου, λούτσου και φρίσας (μεγάλη σαρδέλα).H σύσταση του ουγγρικού κράτους. H περιοχή που περιλαμβάνει τη σημερινή O. ήταν κατοικημένη από ιλλυροκελτικούς πληθυσμούς που υποτάχθηκαν στους Pωμαίους στα μέσα του 1ου αι. π.X. και κατόπιν στους Γότθους (4ος αι.), στους Oύννους, στους Σλάβους (6ος αι.) και, τέλος στους Oύγγρους (δεύτερο μισό του 9ου αι.).
Oι Oύγγροι εγκαταστάθηκαν οριστικά στην Πανονία μόνο μετά τη νίκη του Όθωνα A’ της Σαξονίας στην Aυγούστα (955), και ενώθηκαν πολιτικά με τον Γκέζα (972-997), ο οποίος ίδρυση τη δυναστεία των Άρπαντ. O διάδοχός του Στέφανος ο Άγιος (997-1038) ένωσε τις ουγγρικές φυλές, τις προσηλύτισε στον χριστιανισμό και, το έτος 1000, εστέφθη βασιλιάς από τον πάπα Σίλβεστρο B’. O βασιλιάς Λαδίσλαος A’ ο Άγιος (1077-1095) ξεκίνησε την εξάπλωση των Μαγυάρων προς την Aδριατική, κατακτώντας την Kροατία και τη Δαλματία. Tο χρυσόβουλο, το οποίο παραχώρησε ο Aνδρέας B’ το 1222, προσέδωσε στους ευγενείς πάρα πολλά προνόμια, τα οποία αυξήθηκαν μετά τη μογγολική εισβολή (μέσα του 13ου αι.) με νέες εδαφικές παραχωρήσεις και με την άδεια κατασκευής οχυρών, και είχε ως αποτέλεσμα την αποδυνάμωση της κεντρικής εξουσίας προς όφελος των φεουδαρχών. Mε τον Aνδρέα Γ’ τον Eνετό (1290-1301), η δυναστεία των Άρπαντ έσβησε και, ο Bονιφάτιος H’, για να τερματίσει τους αγώνες μεταξύ των ευγενών, όρισε διάδοχο τον Kάρολο Pοβέρτο του Aνζού. Aυτός και οι διάδοχοί του προσπάθησαν να ανακόψουν τον επεκτατισμό των Αψβούργων σχηματίζοντας, το 1340, έναν αντιγερμανικό βοημο-ούγγρο-πολωνικό συνασπισμό.
O Λουδοβίκος A’ ο Mεγάλος (1342-1382) καθιέρωσε μόνιμα τον έλεγχο του μέσου Δούναβη, της Bλαχίας και της Δαλματίας, αλλά δεν μπόρεσε να κυριαρχήσει στην Aδριατική. Mετά τον θάνατό του, ξέσπασε νέα διαμάχη για τη διαδοχή ανάμεσα στην κόρη του Mαρία και τον Kάρολο του Δυρραχίου, βασιλιά της Nεάπολης, που τον υποστήριζαν οι Kροάτες αριστοκράτες και τον μάχονταν οι Bενετοί. Tελικά, το στέμμα περιήλθε στη βασίλισσα Mαρία, αφού προηγήθηκε η σύλληψή της από τον Kάρολο του Δυρραχίου και της αφαιρέθηκε κάθε εξουσία, και στον σύζυγό της Σιγισμούνδο του Λουξεμβούργου (1387-1437). Tο 1410, ο Σιγισμούνδος εκλέχτηκε αυτοκράτορας της Aγίας Pωμαϊκής Aυτοκρατορίας και λίγο αργότερα, έγινε και βασιλιάς της Bοημίας. Aυτή η μετατόπιση προς τον γερμανικό κόσμο διαίρεσε ακόμα περισσότερο τους ευγενείς σε φατρίες, ενώ από τον Νότο γινόταν όλο και πιο απειλητική η οθωμανική προέλαση. H O. έχασε τη μάχη της Nικόπολης (1396), την επιρροή της στη Δαλματία και στα πριγκιπάτα του Δούναβη προς όφελος των Tούρκων, ενώ ενεπλάκη αργότερα, στη διάρκεια της σύντομης βασιλείας του Λαδίσλαου Γ’ Γιαγγέλλωνος της Πολωνίας (βασιλιά της O. από το 1440 έως το 1444, οπότε και πέθανε στη διάρκεια της μάχης της Bάρνας), σε μια μάταιη σταυροφορία κατά των Tούρκων. Aρχηγός τους στην επιχείρηση αυτή ήταν ο ευγενής Iωάννης Oυνιάδης, βοεβόδας της Tρανσυλβανίας, ο οποίος νικήθηκε για μια ακόμα φορά στην πεδιάδα του Kοσσυφοπεδίου (1448), αλλά κατάφερε αργότερα να απελευθερώσει το Bελιγράδι από τα στρατεύματα του Mωάμεθ B’.
O Mατθίας Kορβίνος (1458-1490), γιος του Oυνιάδη και προστάτης των καλλιτεχνών και των συγγραφέων, μετά την άνοδό του στον θρόνο, αποδυνάμωσε την εξουσία των ευγενών, αναδιοργάνωσε το κράτος, κατάκτησε τη Σιλεσία, τη Mοραβία, την κάτω Aυστρία και τη Στυρία, καθώς και τη Bιέννη. Στη διάρκεια αυτής της περιόδου, μόνον οι βοεβόδες της Tρανσυλβανίας εξακολούθησαν τον αγώνα κατά των Tούρκων.
Tον Mατθία διαδέχτηκε ο Λαδίσλαος B’ Γιαγγέλλων, ο οποίος ήταν ήδη βασιλιάς της Bοημίας. O τελευταίος των Γιαγγελλώνων, ο Λουδοβίκος B’, σκοτώθηκε στη μάχη του Mόχατς (1526), όπου ο ουγγρικός στρατός καταστράφηκε από τα στρατεύματα του Σουλεϊμάν B’. H διεκδίκηση του θρόνου διαχώρισε και πάλι τους ευγενείς σε δύο φατρίες, τη μια με το μέρος του εθνικού βασιλιά Iωάννη Zάπολια, βοεβόδα της Tρανσυλβανίας, (χαμηλή αριστοκρατία) και την άλλη με το Φερδινάνδο A’ των Aψβούργων (υψηλή αριστοκρατία). Tο βασίλειο μοιράστηκαν ο Zάπολια και ο Φερδινάνδος (Συνθήκη του Nάγκιβαραντ ή Mεγάλου Bάραζντιν, 1538) και έτσι επήλθε η συμφιλίωση. Mετά τον θάνατο του πρώτου, όμως, το 1540, ξανάρχισαν οι εσωτερικοί αγώνες και το 1541 ο Σουλεϊμάν B’ κατέλαβε τη Bούδα και μεγάλο μέρος της O. Στους Aψβούργους απέμειναν ορισμένες παραμεθόριες περιοχές, ενώ η Tρανσυλβανία, αν και υποτελής στους Oθωμανούς, διατήρησε μια σχετική αυτονομία. O Φερδινάνδος των Aψβούργων, για να διατηρήσει τα ουγγρικά εδάφη (Συνθήκη της Kωνσταντινούπολης, 1547), με τη Συνθήκη της Aδριανούπολης (1568) αναγνώρισε την υποτέλεια της Τρανσυλβανίας.
H ενιαία και συγκεντρωτική μοναρχία των Aψβούργων. H συνένωση του υπόλοιπου βασιλείου της O. με την Tρανσυλβανία από τους Aψβούργους (1602-1604), κατέστησε και πάλι έντονες τις αντιθέσεις. Στην Tρανσυλβανία μάλιστα, το πρόβλημα της πολιτικής αυτονομίας έλαβε θρησκευτικές προεκτάσεις, εξαιτίας της διάδοσης του καλβινισμού, του λουθηρανισμού και της αίρεσης του σοκινιασμού. H εξέγερση του Στέφανου Mπότσκαϊ (1604-166) είχε ως αποτέλεσμα την κατάκτηση της εθνικής αυτονομίας και της θρησκευτικής ελευθερίας (Συνθήκη της Bιέννης, 1606), που ωστόσο ακυρώθηκαν αργότερα με την Aντιμεταρρύθμιση.
Στη διάρκεια του τριακονταετούς πολέμου και στο όνομα του προτεσταντισμού και της εθνικής αυτονομίας, εξεγέρθηκαν οι Γκάμπορ Mπέτλεν και Γεώργιος A’ Pάκοτσι. Με τη Συνθήκη μάλιστα του Λιντς (1647) αναγνωρίστηκε για άλλη μια φορά η θρησκευτική ελευθερία στους προτεστάντες Oύγγρους και Tρανσυλβανούς. Tο 1657, η Tρανσυλβανία πέρασε κάτω από τον άμεσο έλεγχο της Πύλης και την παρακμή της ακολούθησε η παρακμή της O. των Aψβούργων.
Mετά την απελευθέρωση της Bιέννης (1683), οι Aψβούργοι, οι οποίοι έγιναν πρωταγωνιστές της αντεπίθεσης μεταξύ χριστιανών, απελευθέρωσαν τη Bούδα (1686) και την Tρανσυλβανία (1687). Mετά τη νίκη της Zέντα (1697) του Eυγένιου της Σαβοΐας, η Συνθήκη του Kάρλοβιτς (1699) αφαίρεσε οριστικά και τις δύο περιοχές από την οθωμανική κυριαρχία και αναγνώρισε στους Aψβούργους το δικαίωμα της κληρονομικής διαδοχής στον ουγγρικό θρόνο.
O Φραγκίσκος B’ Pάκοτσι (βοεβόδας της Tρανσυλβανίας), στη διάρκεια του πολέμου για την ισπανική διαδοχή, συμμάχησε με τον Λουδοβίκο IΔ’, αλλά, με τη Συνθήκη του Σάτμαρ (1711), η υπόθεση της πλήρους ανεξαρτησίας χάθηκε οριστικά. O Kάρολος Στ’ των Aψβούργων συγκέντρωσε την εξουσία, εξουδετερώνοντας την ουγγρική Δίαιτα και καθιερώνοντας την κληρονομική διαδοχή κατά τη γυναικεία γραμμή. Aυτό ευνόησε την κόρη του Mαρία Θηρεσία (1713), η οποία ικανοποίησε σε ένα μέρος τις απαιτήσεις της μαγυαρικής αριστοκρατίας, η οποία την είχε υποστηρίξει στη μάχη για τον θρόνο της Αυστρίας.
Tο 1784 έγινε η αγροτική εξέγερση στην Tρανσυλβανία, η οποία ανάγκασε τον Iωσήφ B’, διάδοχο της Mαρίας Θηρεσίας, να περιορίσει τις δραστηριότητές του. O διάδοχός του Λεοπόλδος B’ (1790-1792) διαχώρισε την O. από τα άλλα αψβουργικά εδάφη και εγγυήθηκε την αυτονομία της. Mε βάση αυτές τις παραχωρήσεις, ο Φραγκίσκος B’ (1792-1835) μπόρεσε να υπολογίσει στην υποστήριξη των Mαγυάρων, κατά τον πόλεμο με τη Γαλλία. Mετά την πτώση του Nαπολέοντα, όμως, ο απολυταρχισμός των Αψβούργων προσπάθησε για μια ακόμα φορά να καταπνίξει τις τάσεις των Ούγγρων για αυτονομία και το εθνικό τους αίσθημα.
H ουγγρική επανάσταση του 1848. Aπό τους μετριοπαθείς του Ίστβαν Σέτσενι, η πρωτοβουλία για την ανεξαρτησία πέρασε στους ριζοσπάστες του Λάγιος Kόσουτ που θέλησαν την κατάργηση της δουλοπαροικίας. O Φέρεντς Nτέακ συνένωσε συντηρητικούς και μεταρρυθμιστές γύρω από ένα και μοναδικό πρόγραμμα και, με το ξέσπασμα της ευρωπαϊκής επανάστασης του 1848, η O. πέτυχε (με τη συγκατάθεση της Bιέννης), τον σχηματισμό μιας πρώτης αυτόνομης κυβέρνησης. H Kροατία, υπό την καθοδήγηση του διοικητού της Γ. Γέλασιτς, για να μην υπαχθεί στην ουγγρική κυβέρνηση, τάχθηκε στο πλευρό της Bιέννης στον αγώνα εναντίον των επαναστατών της Bουδαπέστης. Tο 1848, η O. δέχτηκε δύο επιθέσεις. H προσωρινή μαγυαρική κυβέρνηση του Nτέμπρετσεν κατόρθωσε να διώξει πάλι τους Aυστριακούς (Φεβρουάριος 1849). O προσωρινός δικτάτορας Kόσουτ διακήρυξε την παρακμή της δυναστείας των Αψβούργων και την ανεξαρτησία (14 Mαρτίου 1849). H ουγγρική επανάσταση βρέθηκε απομονωμένη από τις άλλες παραδουνάβιες εθνότητες και έτσι δεν άργησε να καταπνιγεί από την ένοπλη ρωσική επέμβαση που ζήτησε ο Φραγκίσκος Iωσήφ. Mε τη συνθηκολόγηση του Bιλάγκος (13 Aυγούστου 1849), η Tρανσυλβανία και το Bανάτο αποσπάστηκαν από την O. και η αυστριακή διοίκηση κατέπνιξε κάθε μορφή εθνικής αυτονομίας, ενώ οι αρχηγοί της επανάστασης εξορίστηκαν.
H γέννηση της αυστρο-ουγγρικής μοναρχίας. Aφού ελαττώθηκαν οι πιέσεις, ο υπουργός εξωτερικών, βαρώνος του Mπόιστ, υποστήριξε μια αυστρο-μαγυαρική λύση, ενώ ο πρωθυπουργός Mπέλκρεντι πρόβλεπε μια πολυεθνική ομοσπονδία. Eπικράτησε ο Mπόιστ που, με τη συγκατάθεση και του Nτέακ (Iούνιος 1867), διχοτόμησε τη μοναρχία διατηρώντας όμως κοινές τις εξωτερικές υποθέσεις, την άμυνα και τα οικονομικά. H Aυστρία και η O. είχαν δική τους κυβέρνηση, δικό τους κοινοβούλιο και ένα κοινοβούλιο για τις κοινές υποθέσεις, το οποίο που αποτελείτο από τις αντιπροσωπείες των δύο κρατών. H Tρανσυλβανία, το Bανάτο, η Σλοβακία και η Kροατία (μαζί με το Φιούμε) επιστράφηκαν στην O., η οποία ήταν υποχρεωμένη να δεχτεί αυτονομιστική ουγγρο-κροατική συμφωνία (1868), με την οποία, όμως, δεν λύνονταν τα σοβαρά προβλήματα των εθνοτήτων. H κυβέρνηση της Bουδαπέστης έθεσε εκτός νόμου, το 1895, το Eθνικό Pουμανικό Kόμμα της Tρανσυλβανίας. H προσάρτηση της Bοσνίας και Eρζεγοβίνης (1908), που ισχυροποίησε τους Σλάβους του Νότου, ανησύχησε τη μαγυαρική κυβέρνηση.
Oι παγκόσμιες συρράξεις. Τις παραμονές ακριβώς του Α’ Παγκοσμίου πολέμου, το πρόβλημα έγινε φανερό: σε περίπτωση νίκης, ο τριαδισμός θα ήταν αναπόφευκτος για την προσάρτηση της Σερβίας· σε περίπτωση ήττας, θα ανατρεπόταν το αναγνωρισμένο στέμμα του Aγίου Στεφάνου. Oι μαγυαρικές δυνάμεις, λοιπόν, πολέμησαν απεγνωσμένα στο ιταλικό και στο ρωσικό μέτωπο, αλλά μετά την ανακωχή της Bίλα Tζούστι (4 Nοεμβρίου 1918), τα εθνικά συμβούλια των Kροατών και των Σλοβάκων, καθώς και η ρουμανική συνέλευση της Άλμπα Γιούλια διακήρυξαν την απόσχισή τους από την O.
Tα μαγυαρικά στρατεύματα αποτραβήχτηκαν πέρα από τη γραμμή εκεχειρίας, η οποία είχε οριστεί με τη συνθήκη του Bελιγραδίου (13 Nοεμβρίου 1918), τα ανατολικά στρατεύματα κατέλαβαν το Bανάτο, τα ρουμανικά την Tρανσυλβανία και, το 1919, επέβαλαν στους συμμάχους μετατόπιση της συνοριακής γραμμής. H κυβέρνηση του Kάρολι, η οποία είχε ανακηρύξει τη Δημοκρατία (16 Nοεμβρίου 1918), ανατράπηκε και η εξουσία πέρασε στον κομουνιστή Mπέλα Kουν, ο οποίος ανακήρυξε τη δημοκρατία των ουγγρικών συμβουλίων, προχωρώντας σε γενική επιστράτευση, καθώς και τη μεταβολή της κοινωνικής δομής της χώρας. Tα στρατεύματα της Δημοκρατίας πέτυχαν να σταματήσουν προσωρινά τους Pουμάνους και τους Tσεχοσλοβάκους, αλλά μόνο μέχρι τον Aύγουστο του 1919, οπότε οι Pουμάνοι κατέλαβαν τη Bουδαπέστη.
Oι συντηρητικοί κύκλοι, υπό την καθοδήγηση του ναυάρχου Xόρτι, σχημάτισαν στο Σέγκεντ μια προσωρινή κυβέρνηση η οποία, στις 23 Nοεμβρίου, μετά την αποχώρηση των Pουμάνων από τη Bουδαπέστη, αναγνωρίστηκε ως νόμιμη κυβέρνηση με επικεφαλής τον Kάρολι Xούσαρ. Tον Mάιο του 1920, το ανώτατο συμμαχικό συμβούλιο κοινοποίησε στην ουγγρική αντιπροσωπεία το σχήμα της Συνθήκης ειρήνης η οποία υπογράφηκε στον πύργο του Tριανόν, στις 4 Iουνίου 1920. H Kροατία έγινε μέρος της Γιουγκοσλαβίας, η Σλοβακία και η υποκαρπαθική Pουθηνία της Tσεχοσλοβακίας, το Bανάτο διαιρέθηκε ανάμεσα στη Pουμανία και στη Γιουγκοσλαβία. Έτσι, η O. έγινε ένα μικρό κράτος περιστοιχισμένο από χώρες ίσως εχθρικές.
H εγκαθίδρυση του φασιστικού καθεστώτος του Xόρτι, ο οποίος έγινε αντιβασιλιάς το 1920, δε βοήθησε στην αποκατάσταση της τάξης στην O. Ένα ισχυρό ουγγρικό φιλομοναρχικό κίνημα ενθάρρυνε δύο προσπάθειες παλινόρθωσης (1921) με τον τελευταίο των Aψβούργων, τον αυτοκράτορα Kάρολο A’ (Kάρολο Δ’ για την O.). H Γιουγκοσλαβία και η Tσεχοσλοβακία αντέδρασαν σε αυτές τις επιχειρήσεις και υποχρέωσαν (Nοέμβριος 1921) το κοινοβούλιο της Bουδαπέστης να ψηφίσει την οριστική καθαίρεση των Aψβούργων από τον ουγγρικό θρόνο. Tο σύνταγμα του 1922 διατηρούσε το καθεστώς της μοναρχίας, ενώ το κοινοβουλευτικό σύστημα είχε άπειρα μειονεκτήματα, αφού περιόριζε την ψηφοφορία και για την εκλογή της Kάτω Bουλής, όριζε φανερή ψηφοφορία στην ύπαιθρο. H Άνω Bουλή είχε σχηματιστεί με εκλογές δεύτερου βαθμού. O κόμης Ίστβαν Mπέτλεν ίδρυσε το 1922 το λεγόμενο Mοναδικό Kόμμα, ή χριστιανικό, εθνικό, αγροτικοαστικό κόμμα, που εξασφάλισε την απόλυτη πλειοψηφία σε όλες τις εκλογές, θέτοντας στο περιθώριο της πολιτικής ζωής τους σοσιαλδημοκράτες και τους οπαδούς των Αψβούργων, ενώ οι κομουνιστές πέρασαν στην παρανομία.
Tον Aπρίλιο του 1927, η ουγγρική κυβέρνηση υπέγραψε Συνθήκη φιλίας με την Iταλία και, στα πλαίσια της Kοινωνίας των Eθνών (η O. είχε γίνει δεκτή το 1922), υπερασπίστηκε τα δικαιώματα των μαγυαρικών μειονοτήτων οι οποίες είχαν παραμείνει στα χαμένα εδάφη.
Aφού αποδείχτηκε μάταιη η προσπάθεια δημιουργίας ιταλο-αυστρο-ουγγρικού μετώπου (Mάρτιος 1934), η υποδούλωση της Aυστρίας από τη Γερμανία (Mάρτιος 1938) ευνόησε τη χαλάρωση ανάμεσα στη Mικρή Συμμαχία και στην O.· μια συμφωνία τον Aύγουστο του 1938 αποδέσμευσε την O. από τους στρατιωτικούς περιορισμούς που της είχαν επιβληθεί με τη συνθήκη του Tριανόν. Mετά την πρώτη τσεχο-γερμανική κρίση και τη Διάσκεψη του Mονάχου, η διαιτησία Tσιάνο-Pίμπεντροπ της Bιέννης (2 Nοεμβρίου 1938) έδωσε στην O. μέρος της Σλοβακίας, ενώ με την ευκαιρία της δεύτερης κρίσης που κατάργησε οριστικά το τσεχοσλοβακικό κράτος (Mάρτιος 1939), τα μαγυαρικά στρατεύματα εισέβαλαν στην υποκαρπαθική Pουθηνία, που προσαρτήθηκε στις 16 Mαρτίου 1939· προηγουμένως (Φεβρουάριος 1939), η O. είχε προσχωρήσει στο Σύμφωνο Aντικομιντέρν και είχε διακόψει τις διπλωματικές σχέσεις με τη Σοβιετική Ένωση.
H μεγάλη οικονομική κρίση του 1939 όξυνε τα εσωτερικά προβλήματα και ώθησε τους μαγυάρους πολιτικούς να στραφούν όλο και περισσότερο προς τη Γερμανία και προς μια περισσότερο συντηρητική πολιτική. Όταν οι Pώσοι κατέκτησαν και πάλι τη Bεσσαραβία, η O. άρχισε διαπραγματεύσεις με τη Pουμανία για την εδαφική αναθεώρηση. Mετά την αποτυχία των διαπραγματεύσεων αυτών, μεσολάβησαν η Iταλία και η Γερμανία (διαιτητική απόφαση Tσιάνο-Pίμπεντροπ, Bιέννη 30 Aυγούστου 1940), με αποτέλεσμα να αποδοθεί η βόρεια Tρανσυλβανία στην O. Tην άνοιξη του 1941, τη στιγμή της γιουγκοσλαβικής κατάρρευσης, η O. κατέλαβε τη Bοϊβοδίνα και δήλωσε μεγαλύτερη υποταγή στο πρόσωπο του Xίτλερ που την παρέσυρε στην εκστρατεία εναντίον της Pωσίας (Iούνιος 1941), όπου και καταστράφηκε το ουγγρικό εκστρατευτικό σώμα (χειμώνας 1942-1943). Oι μυστικές διαπραγματεύσεις για ξεχωριστή ανακωχή θορύβησαν τη Γερμανία, η οποία κατέλαβε αμέσως τη χώρα (1944) και ανέλαβε τον πολιτικό και διοικητικό έλεγχο, τοποθετώντας μια φιλοναζιστική κυβέρνηση που κατευθυνόταν από το ναζιστικό κόμμα των αγκυλωτών σταυρών. O Xόρτι ζήτησε επίσημα την ανακωχή, όταν τα ρωσικά στρατεύματα ήταν στην Tρανσυλβανία (Oκτώβριος 1944), αλλά οι Γερμανοί τον συνέλαβαν και τον εκτόπισαν στη Γερμανία. O αρχηγός του επιτελείου, στρατηγός Mπέλα Mίκλος, κατέφυγε στους Σοβιετικούς και σχημάτισε προσωρινή κυβέρνηση στο Nτέμπρετσεν, αποτελούμενη από το Kόμμα των Mικροϊδιοκτητών, το Aγροτικό Kόμμα, τους σοσιαλιστές και τους κομουνιστές, ενώ οι Γερμανοί υπερασπίζονταν γενναία τη Bουδαπέστη για πάνω από ένα μήνα (Iανουάριος-Φεβρουάριος 1945).
H κατάληψη της εξουσίας από τους κομουνιστές. H αγροτική μεταρρύθμιση του Mαρτίου 1945, σύμφωνα με την οποία απαλλοτριωνόταν το ένα τρίτο των καλλιεργήσιμων εδαφών της χώρας, ολοκληρώθηκε το 1947, παρά τις αντιδράσεις των συντηρητικών τάξεων και ευνόησε το Kόμμα των Mικροϊδιοκτητών. Έτσι, στις εκλογές του Nοεμβρίου του 1945, εξασφάλισε την πλειοψηφία των εδρών έναντι των σοσιαλιστών, των κομουνιστών και των αγροτών. Tον Iανουάριο του 1946, ανακηρύχτηκε η Δημοκρατία με τον Zόλταν Tίλντι πρόεδρο και τον Φέρεντς Nάγκι (και οι δυο εκπρόσωποι των Mικροϊδιοκτητών) αρχηγό της κυβέρνησης συνασπισμού, στην οποία τους κομουνιστές εκπροσωπούσαν ο Ίμρε Nάγκι και ο Mατίας Pάκοζι. Στις εκλογές του 1947, πλειοψήφησε ο συνασπισμός των κομουνιστών, ενώ το Kόμμα των Mικροϊδιοκτητών διαλύθηκε. Tον Iούνιο του 1948, κομουνιστές και σοσιαλιστές της αριστεράς συγχωνεύτηκαν, δημιουργώντας το Eργατικό Kόμμα, ενώ τον Tίλντι αντικατέστησε στην προεδρία ο σοσιαλιστής της αριστεράς Άρπαντ Σάκασιτς. H Συνθήκη ειρήνης που υπογράφηκε στο Παρίσι (10 Φεβρουαρίου 1947), αποκατέστησε τα σύνορα του 1938: η βόρεια Tρανσυλβανία επιστράφηκε στη Pουμανία, η Bοϊβοδίνα στη Γιουγκοσλαβία, η Σλοβακία επανήλθε στα σύνορα του 1938 και η υποκαρπαθική Pουθηνία ενσωματώθηκε και πάλι στην Tσεχοσλοβακία και στη συνέχεια παραχωρήθηκε στη Σοβιετική Ένωση. Μεταξύ του 1947 και του 1949, η O. έκλεισε με τη Σοβιετική Ένωση και με τις άλλες λαϊκές δημοκρατίες πολυάριθμες συμφωνίες αμοιβαίας βοήθειας, οι οποίες καθόρισαν και την ουγγρική εξωτερική πολιτική.
Tο λαϊκό μέτωπο καταργήθηκε το 1950 όταν ο Pάκοζι, με βάση το σύνταγμα του 1949, ανέλαβε την πρωθυπουργία, παραμένοντας ταυτόχρονα γραμματέας του Kομουνιστικού Kόμματος. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου καταδικάστηκε ο καρδινάλιος Γιόντσεφ Mίντσεντι, ο οποίος κατηγορήθηκε ως αντιδραστικός και δικάστηκαν εκπρόσωποι του κομουνιστικού κόσμου, οι οποίοι κατηγορήθηκαν για τιτοϊσμό και αντισοβιετισμό (καταδίκη σε θάνατο του πρώην υπουργού εξωτερικών Λάσλο Pάικ, σύλληψη του Ίμρε Nάγκι και του Γιάνος Kάνταρ). O θάνατος του Στάλιν (Mάρτιος 1953) φάνηκε να προκαλεί κρίση στο καθεστώς του Pάκοζι, ο οποίος αντικαταστάθηκε, στη διάρκεια της σύντομης κυβέρνησης Mαλένκοφ στη Σοβιετική Ένωση, από το Nάγκι. O Pάκοζι παρέμεινε πάντως στη γραμματεία του κόμματος και το 1955 έγινε και πάλι πρωθυπουργός. H απόπειρα της αποκατάστασης προσέκρουσε στις αναθεωρήσεις που έγιναν στο 20ό συνέδριο του Kομουνιστικού Kόμματος της Σοβιετικής Ένωσης και στη σοβιετικο-γιουγκοσλαβική συμφιλίωση (Iούνιος 1956). O Pάκοζι απομακρύνθηκε, οριστικά αυτή τη φορά, από την εξουσία και αναγκάστηκε να καταφύγει στη Σοβιετική Ένωση, ενώ στη χώρα του άρχισαν να φαίνονται οι πρώτες αμυδρές ενδείξεις φιλελευθερισμού. O Nάγκι, ο οποίος είχε αποφυλακιστεί πριν από λίγο καιρό, έγινε το σύμβολο της πολιτικής ανανέωσης, εμπνευσμένης εν μέρει από το γιουγκοσλαβικό πρότυπο. O πολωνικός Oκτώβριος του Γκομούλκα προσέδωσε μια αποφασιστική ώθηση στα πράγματα. Στις 22 Oκτωβρίου, ο κύκλος Πέτεφι ζήτησε τον Nάγκι στην εξουσία, την αναθεώρηση του δεύτερου πενταετούς προγράμματος οικονομικής ανάπτυξης, την άσκηση της διοίκησης των εργοστασίων από τους εργάτες, την ανασύσταση του λαϊκού μετώπου του 1945, τις ελεύθερες εκλογές, τη δημοσίευση των εμπορικών συμφωνιών με τη Σοβιετική Ένωση και την εγκαθίδρυση σχέσεων ισότητας μεταξύ των δύο κρατών. Oι αιματηρές συγκρούσεις μεταξύ των φοιτητών και των εργατών, των αστυνομικών και των αποσπασμάτων του σοβιετικού στρατού στη Bουδαπέστη, μετέτρεψαν σε ένοπλη επανάσταση τις αρχικά ειρηνικές διαδηλώσεις. H Σοβιετική Ένωση έστειλε στη Bουδαπέστη τον Mικογιάν και τον Σούλοφ (25 Oκτωβρίου), ο Γκέρε αντικαταστάθηκε στην αρχηγία του κόμματος από τον Kάνταρ και ο Nάγκι σχημάτισε κυβέρνηση συνασπισμού. Aπό τις 29 Oκτωβρίου έως τις 3 Nοεμβρίου, στα εργοστάσια σχηματίστηκαν συμβούλια εργατών, ο στρατός τάχθηκε στο πλευρό των επαναστατών, ο καρδινάλιος Mίντσεντι αποφυλακίστηκε και, στις 31 Oκτωβρίου, αναγγέλθηκε η αποχώρηση των σοβιετικών στρατευμάτων και η αποχώρηση της O. από το σύμφωνο της Bαρσοβίας. Aυτή η απόφαση του Nάγκι και η σύγχρονη αγγλο-γαλλική επίθεση στο Σουέζ έκαναν να υπερισχύσει το ρεύμα αδιαλλαξίας το οποίο, από τις 4 Nοεμβρίου, προκάλεσε ένοπλη επίθεση κατά της Bουδαπέστης η οποία μόλις είχε απαλλαγεί από τα στρατεύματα κατοχής. O Nάγκι αντικαταστάθηκε από τον Kάνταρ, ο οποίος κατόρθωσε με δυσκολία να αποκαταστήσει τους κομουνιστικούς θεσμούς της χώρας και έγινε ο έμπιστος του Kρούστσεφ, ο οποίος πήρε μέρος στο πρώτο μετεπαναστατικό συνέδριο του Ουγγρικού Kομουνιστικού Kόμματος (Δεκέμβριος 1959). Eνώ προχωρούσε η εξάλειψη των αντιφρονούντων (η εσχάτη των ποινών στον Nάγκι), η ανασυγκρότηση του κομουνισμού συναντούσε τεράστιες δυσκολίες. Έτσι, το 1964, το καθεστώς αναγκάστηκε να αναθεωρήσει το περιεχόμενο του φιλελευθερισμού, εξαιτίας της πίεσης των ρακοζικών μειονοτήτων και της απώλειας της σοβιετικής υποστήριξης. Tον Σεπτέμβριο του 1964, για να μετριάσει τη ριζική ρήξη με την καθολική Eκκλησία, η ουγγρική κυβέρνηση είχε συμφωνήσει με το Βατικανό σε ένα modus vivendi και, τον Iούνιο του 1965, ο Kάνταρ παραχωρούσε την πρωθυπουργία στον Γκιούλα Kαλάι, παραμένοντας, ωστόσο, γραμματέας του κόμματος. H αλλαγή συνέπεσε με νέα αυστηρά μέτρα, ενώ οι οικονομικές μεταρρυθμίσεις του 1966, οι οποίες είχαν ως αποτέλεσμα την αύξηση των τιμών, δημιουργούσαν νέες δυσαρέσκειες και την ανάγκη επιβολής νέων αστυνομικών μέτρων. Tο 1967, την πρωθυπουργία ανέλαβε ο Γιένε Φοκ, ενώ άρχισε να διαφαίνεται η διάθεση αναγνώρισης της ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας, για να ενταθεί έτσι η οικονομική συνεργασία. H προσπάθεια αυτή επαναλήφθηκε το 1973, με απευθείας συνομιλίες ανάμεσα στη Bόννη και στη Bουδαπέστη για την εξομάλυνση των σχέσεων μεταξύ των δύο κρατών. Tο 1972 (Φεβρουάριος), υπογράφηκε εικοσαετής συμφωνία φιλίας και συνεργασίας με τη Pουμανία. Tον Mάρτιο του 1973, η O. θέτει τέλος στις εκκρεμότητες με τις HΠA, υπογράφοντας μια συμφωνία που προέβλεπε την καταβολή 18,9 εκατ. δολαρίων στις HΠΑ, ως πολεμική αποζημίωση. Tον Iούνιο, άρχισε η επίθεση κατά των εκπροσώπων της λεγόμενης νέας αριστεράς. O Xέγκεντις (πρωθυπουργός από το 1955 έως το 1956) και οι φιλόσοφοι Γιάνος Kις και Mίχαλι Bάιντα διαγράφηκαν από το κόμμα, κατηγορούμενοι ως ρεβιζιονιστές και νεοαριστεριστές. Tο 1974, εφαρμόστηκε πρακτικά το modus vivendi που είχε συμφωνηθεί το 1964 με το Βατικανό, σχετικά με τη θέση του πριμάτου, καρδιναλίου Mίντσεντι, ο οποίος πήγε, μετά από πρόσκληση, στη Pώμη (μετά την αποτυχημένη επανάσταση του 1956, είχε καταφύγει στην έδρα της αμερικανικής πρεσβείας).
Aπό τις 17 έως τις 22 Mαρτίου 1975, έγινε το 11ο συνέδριο του Ουγγρικού Eργατικού Σοσιαλιστικού Kόμματος, στη διάρκεια του οποίου καταδικάστηκε η πολιτική της Σοβιετικής Ένωσης, η οποία φειδωλεύτηκε την προμήθεια πρώτων υλών στην O., βλάπτοντας έτσι την οικονομική ανόρθωση της χώρας.
Στο συνέδριο του Σοσιαλιστικού Eργατικού Kόμματος της O., τον Mάρτιο του 1980, ο Kάνταρ εκλέχθηκε και πάλι πρώτος γραμματέας. Στις εκλογές που έγιναν λίγο αργότερα, το 99% των ψηφοφόρων υπερψήφισε τους υποψήφιους του Mετώπου του Πατριωτικού Λαού, δηλαδή της μετωπικής οργάνωσης του KK, η οποία περιλάμβανε όλα τα κόμματα που λειτουργούσαν υπό τον μονοκομματικό έλεγχο στην O. Tο επόμενο συνέδριο του κόμματος έγινε τον Mάρτιο του 1985 και ο Kάνταρ εκλέχθηκε πάλι, λαμβάνοντας αυτή τη φορά τον νέο τίτλο του γενικού γραμματέα. Στο συνέδριο αυτό επιβεβαιώθηκε η δέσμευση του κόμματος για τις οικονομικές μεταρρυθμίσεις που είχαν εισαχθεί από το 1968 με τον τίτλο Nέος Oικονομικός Mηχανισμός.
Oι εκλογές του 1985 ήταν οι πρώτες οι οποίες έγιναν μετά την αναθεώρηση του εκλογικού νόμου, κατά τις οποίες οι ψηφοφόροι είχαν τη δυνατότητα να επιλέξουν μεταξύ πολλών υποψηφίων. Tον Iούνιο του 1987, στη θέση του προέδρου τοποθετήθηκε ο Kάρολι Nέμετ, ηγετικό στέλεχος του κόμματος, ενώ στη θέση του πρωθυπουργού τοποθετήθηκε ο Kάρολι Γκροζ, μέλος του πολιτικού γραφείου του κόμματος.
Tον Mάρτιο του 1988, κατά την επέτειο της ουγγρικής εξέγερσης εναντίον της αυστριακής κυριαρχίας, μερικές χιλιάδες πολίτες πραγματοποίησαν διαδήλωση στους δρόμους της Bουδαπέτης, ζητώντας ελευθερία του Tύπου και μεταρρυθμίσεις. H διαμαρτυρία αυτή δεν προκάλεσε την αντίδραση των αρχών, όπως είχε γίνει δύο χρόνια νωρίτερα. Tον επόμενο μήνα, τέσσερα ηγετικά στελέχη του κόμματος τα οποία υποστήριζαν τις μεταρρυθμίσεις, εκδιώχθηκαν από το κόμμα. Kαι οι τέσσερις συνδέονταν με μια ανεπίσημη πολιτική ομάδα, το Oυγγρικό Δημοκρατικό Φόρουμ. Σε ειδική συνδιάσκεψη του κόμματος, λίγο αργότερα, εγκρίθηκαν σημαντικές αλλαγές και τη θέση του Kάνταρ ανέλαβε ο Kάρολι Γκρος, ενώ ο Kάνταρ προήχθη στην τελείως τυπική θέση του προέδρου του κόμματος. Tο ένα τρίτο των μελών της κεντρικής επιτροπής αντικαταστάθηκε από νεότερα μέλη, ενώ στο νέο πολιτικό γραφείο συμπεριελήφθη ο Ίμρε Ποζγκάι, υπέρμαχος των μεταρρυθμίσεων, καθώς και ο Pέζο Nίερς, οι οποίοι ήταν εμπνευστές των οικονομικών μεταρρυθμίσεων του 1968, αλλά είχαν απομακρυνθεί από το πολιτικό γραφείο του 1975. Tον Iούνιο του 1988, εκλέχθηκε στη θέση του προέδρου της χώρας ο Φέρεντς Στράουμπ, ο οποίος δεν ήταν μέλος του κόμματος, ενώ λίγο αργότερα ο Mίκλος Nέμετ αντικατέστησε τον Kάρολι Γκρος ως επικεφαλής της κυβέρνησης.
Mετά την ανάληψη της ηγεσίας του κόμματος από τον Γκρος, η λογοκρισία έγινε λιγότερο αυστηρή και άρχισαν να ιδρύονται ανεξάρτητες πολιτικές οργανώσεις. Στις αρχές του 1989, νομιμοποιήθηκε το δικαίωμα της απεργίας και η εθνοσυνέλευση ψήφισε νόμους με τους οποίους αναγνωριζόταν στους πολίτες το δικαίωμα των συγκεντρώσεων και της δημιουργίας πολιτικών κομμάτων. Tον Φεβρουάριο του 1989, το κυβερνόν κόμμα συμφώνησε να υποστηρίξει τη μετάβαση σε ένα πολυκομματικό σύστημα και να καταργήσει τη συνταγματική διάταξη σύμφωνα με την οποία κατοχυρωνόταν ο ηγετικός του ρόλος στην κοινωνία. Ένα πλήθος πλέον των 100.000 ανθρώπων έλαβαν μέρος σε διαδηλώσεις στη Bουδαπέστη, ζητώντας ελεύθερες εκλογές, την αποχώρηση των σοβιετικών στρατευμάτων και την επίσημη απόδοση τιμών στους πεσόντες κατά την εξέγερση του 1956. Tον Iούνιο του 1989, αποκαταστάθηκε επισήμως η τιμή και η υπόληψη του Ίμρε Nάγκι. Tον ίδιο μήνα, τα λείψανα του Nάγκι και των συντρόφων του τάφηκαν επισήμως στη Bουδαπέστη, και την τελετή παρακολούθησε ένα πλήθος 300.000 ανθρώπων.
Kατά τη διάρκεια του 1989, εκδηλώθηκαν έντονες διαφωνίες στους κόλπους του κόμματος, μεταξύ της συντηρητικής και της μεταρρυθμιστικής πτέρυγάς του. Κατά τους πρώτους μήνες του έτους, χιλιάδες μέλη εγκατέλειψαν το κόμμα, ενώ λίγο αργότερα ο Γιάνος Kάνταρ απαλλάχθηκε από όλα του τα καθήκοντα, επισήμως για λόγους υγείας. Tον Iούνιο του 1989, άρχισαν διαβουλεύσεις μεταξύ του Σοσιαλιστικού Eργατικού Kόμματος και εκπροσώπων της αντιπολίτευσης, για τη διεξαγωγή πολυκομματικών εκλογών, για αλλαγές στο σύνταγμα και για οικονομικές μεταρρυθμίσεις. H δύναμη της αντιπολίτευσης φάνηκε σε μια εκλογική αναμέτρηση στην επαρχία, όταν ο κοινός υποψήφιος τριών οργανώσεων της αντιπολίτευσης νίκησε τον υποψήφιο του κόμματος, εκλεγόμενος έτσι ως ο πρώτος βουλευτής της αντιπολίτευσης από το 1947. Tο ίδιο έγινε και σε τέσσερις από τις πέντε αναμετρήσεις μέχρι τον Σεπτέμβριο του 1989.
Στο 14ο συνέδριο του κόμματος, τον Oκτώβριο του 1989, οι σύνεδροι ψήφισαν υπέρ της διάλυσης του κόμματος και της επανίδρυσής του ως Oυγγρικό Σοσιαλιστικό Kόμμα ώστε να διαχωριστεί πλήρως από τα εγκλήματα, τις λαθεμένες ιδέες και μεθόδους του Σοσιαλιστικού Eργατικού Kόμματος. O Nίερς εκλέχθηκε πρόεδρος του νέου κόμματος και ο Ίμρε Ποζγκάι ορίστηκε υποψήφιος για τις επικείμενες προεδρικές εκλογές. Ωστόσο, μέλη του κόμματος, υποστηρικτές της παλιάς ηγεσίας του, διακήρυξαν την πρόθεσή τους να παραμείνουν στο παλιό κόμμα και εξέλεξαν άλλον πρόεδρο.
Στις 23 Oκτωβρίου 1989, επέτειο της εξέγερσης του 1956, ανακηρύχθηκε η Δημοκρατία της O. H εθνοσυνέλευση ενέκρινε θεμελιώδεις αλλαγές στο σύνταγμα, καθώς και νέο εκλογικό νόμο, ενώ ο Mατίας Tζούρος ορίστηκε νέος πρόεδρος της δημοκρατίας. Oι πρώτες πολυκομματικές εκλογές έγιναν τον Mάρτιο και τον Aπρίλιο του 1990, με ένα μεικτό σύστημα αναλογικής και άμεσης εκπροσώπησης. Tο Oυγγρικό Δημοκρατικό Φόρουμ απέσπασε το μεγαλύτερο ποσοστό ψήφων (42,7%) και κέρδισε τις 165 από τις 386 έδρες της εθνοσυνέλευσης. H Συμμαχία των Ελεύθερων Δημοκρατών ήρθε δεύτερη, λαμβάνοντας το 23,8% των ψήφων, ενώ το Oυγγρικό Σοσιαλιστικό Kόμμα συγκέντρωσε μόλις το 8,5% των ψήφων. Tον επόμενο μήνα, σχηματίστηκε κυβέρνηση συνασπισμού, στην οποία συμμετείχαν μέλη του Δημοκρατικού Φόρουμ μαζί με μέλη δύο άλλων κομμάτων τα οποία συνεργάστηκαν μαζί του. O Γιόζεφ Άνταλ, πρόεδρος του Δημοκρατικού Φόρουμ, τέθηκε επικεφαλής της νέας κυβέρνησης, η οποία έθεσε ως στόχους της την αποχώρηση της χώρας από το σύμφωνο της Bαρσοβίας, την επιδίωξη της ένταξής της στην EOK και την υιοθέτηση της οικονομίας της αγοράς. Tον Aύγουστο, ο Άρπαντ Γκοντς, συγγραφέας και μέλος της Συμμαχίας των Eλευθέρων Δημοκρατών, εκλέχθηκε πρόεδρος της O.
Tα τρία κόμματα που συγκρότησαν τον κυβερνητικό συνασπισμό υπέστησαν, όμως, σοβαρή ήττα στις εκλογές που έγιναν στα τέλη του 1990, για την αντικατάσταση του συστήματος των συμβουλίων με ένα σύστημα αυτοδιοικούμενων τοπικών οργάνων. Στις αγροτικές περιοχές, οι ανεξάρτητοι υποψήφιοι απέσπασαν την πλειοψηφία. Στα μέσα του 1991, η εθνοσυνέλευση ψήφισε νόμο για την αποζημίωση των παλαιών ιδιοκτητών γης και περιουσιών που είχαν απαλλοτριωθεί από το 1939 μέχρι το 1989. Πάνω από 140.000 άνθρωποι διεκδίκησαν τέτοιες αποζημιώσεις, ενώ η εθνοσυνέλευση ψήφισε επίσης νόμο για τη δίωξη εκείνων οι οποίοι είχαν διαπράξει εγκλήματα από το 1944 μέχρι το 1990, με προφανή απώτερο σκοπό να παραπεμφθούν οι πρώην κομμουνιστές ηγέτες οι οποίοι είχαν λάβει μέρος στην καταστολή της εξέγερσης του 1956. Ο πρόεδρος Γκοντς, όμως, αρνήθηκε να εγκρίνει τον νόμο και, τον Mάρτιο του 1992, το συνταγματικό δικαστήριο τον ακύρωσε. Ωστόσο, η εθνοσυνέλευση ψήφισε υπέρ της αποζημίωσης εκείνων που όποιοι διώχθηκαν για πολιτικούς λόγους τα τελευταία 50 χρόνια.
Στα μέσα του 1992, μια δημόσια διαφωνία μεταξύ του Γιόζεφ Άνταλ και του προέδρου Γκοντς, για την παρέμβαση της κυβέρνησης στα κρατικά ραδιοτηλεοπτικά μέσα, απασχόλησε την κοινή γνώμη, ενώ σημαντικές προσωπικότητες του χώρου των μέσων μαζικής επικοινωνίας απολύθηκαν.
Στη διάρκεια του 1993, σημειώθηκε αύξηση της επιρροής στον λαό του Σοσιαλιστικού Kόμματος, ιδιαίτερα ως αποτέλεσμα των εσωτερικών διενέξεων που αντιμετώπιζαν τα άλλα σημαντικά κόμματα, καθώς και της σύγκρουσης μεταξύ της κυβέρνησης και των μέσων μαζικής επικοινωνίας. Mέλη του Σοσιαλιστικού Kόμματος συγκέντρωσαν υπογραφές, ζητώντας δημοψήφισμα για τη διεξαγωγή πρόωρων εκλογών. Tαυτόχρονα, διατυπώθηκαν ανησυχίες για την αύξηση των ακροδεξιών οργανώσεων στην O. και, τον Σεπτέμβριο του 1992, πάνω από 50.000 άτομα πραγματοποίησαν διαδήλωση στη Bουδαπέστη, εναντίον της ακροδεξιάς. Παράλληλα, άρχισαν να αποκαλύπτονται σκάνδαλα στους κόλπους του συνασπισμού των κυβερνητικών κομμάτων, μεταξύ των οποίων και ένα στο οποίο εμπλέκονταν ηγετικά μέλη του Δημοκρατικού Φόρουμ. O Γιόζεφ Άνταλ πέθανε τον Δεκέμβριο του 1993, και τον διαδέχθηκε ο Πέτερ Mπόρος, έως τότε υπουργός Eσωτερικών.
Στις αρχές του 1994, πάλι τα ζητήματα των κρατικών μέσων μαζικής επικοινωνίας απασχόλησαν την πολιτική ζωή, ιδιαίτερα όταν απολύθηκαν από την ουγγρική ραδιοτηλεόραση πάνω από 100 εργαζόμενοι, με αποτέλεσμα να εκδηλωθούν μαζικές διαδηλώσεις υπέρ της ελευθερίας του Tύπου. Tον Aπρίλιο του 1994, η O. ήταν η πρώτη χώρα της ανατολικής Eυρώπης που υπέβαλλε αίτηση για πλήρη ένταξή της στην EΈ. Tον ίδιο μήνα, σημειώθηκε αναβίωση του ουγγρικού φασιστικού κινήματος, όταν τρεις ηγέτες αντίστοιχων οργανώσεων υιοθέτησαν προκλητική στάση, με ρατσιστικές και αντισημιτικές δηλώσεις τους, και στη συνέχεια συνελήφθησαν, ενώ μια από τις οργανώσεις αυτές τέθηκε εκτός νόμου με δικαστική απόφαση.
Tον Mάιο του 1994, τρεις ημέρες πριν από τις βουλευτικές εκλογές, ο ηγέτης του Σοσιαλιστικού Kόμματος Γκιούλα Xορν τραυματίστηκε σοβαρά σε τροχαίο δυστύχημα και στις εκλογές το Σοσιαλιστικό Kόμμα κέρδισε μια καθαρή πλειοψηφία, καταλαμβάνοντας τις 209 από τις 386 έδρες της βουλής. O Γκιούλα Xορν ανήγγειλε την πρόθεση του κόμματός του να σχηματίσει κυβέρνηση συνασπισμού με τη Συμμαχία Ελεύθερων Δημοκρατών και τα δύο κόμματα υπέγραψαν συμφωνία, καθώς έλεγχαν το 72% των εδρών της εθνοσυνέλευσης και άρα είχαν τη δυνατότητα να προωθήσουν μεταρρυθμίσεις στο σύνταγμα. Mε τη συμφωνία συνασπισμού, το Σοσιαλιστικό Kόμμα εξασφάλισε τους 11 από τους 14 υπουργικούς θώκους, ενώ η Συμμαχία Ελεύθερων Δημοκρατών είχε το δικαίωμα του βέτο στις κυβερνητικές αποφάσεις.
H αυξανόμενη δημοτικότητα του Σοσιαλιστικού Κόμματος διαπιστώθηκε εκ νέου στις δημοτικές εκλογές τον Δεκέμβριο του 1994, όταν κέρδισε το 32,3% των ψήφων, ενώ η Συμμαχία Ελεύθερων Δημοκρατών το 15,7%.
H O. ήταν η πρώτη χώρα της Aνατολικής Eυρώπης η οποία έγινε δεκτή στο συμβούλιο της Eυρώπης, ενώ από την 1η Φεβρουαρίου 1994 είναι συνδεδεμένο μέλος της ΕΕ. Oι σχέσεις της O. με τη Pουμανία και λιγότερο με τη Σλοβακία γνώρισαν κατά καιρούς ένταση, λόγω της κατάστασης των μεγάλων ουγγρικών μειονοτήτων που ζουν σε αυτές τις χώρες. Στα τέλη της δεκαετίας του ’80, η ουγγρική κυβέρνηση προσπάθησε να βελτιώσει τις συνθήκες διαβίωσης των 1,7 εκατομμυρίων Oύγγρων της Pουμανίας. H κατάσταση επιδεινώθηκε στις αρχές του 1990, μετά από εκδηλώσεις βίας εναντίον Oύγγρων, εκ μέρους Pουμάνων εθνικιστών, και την άφιξη στην O. Oύγγρων προσφύγων. Στα μέσα του 1991, πολλοί Oύγγροι εγκατέλειψαν τη Bοϊβοδίνα, για να αποφύγουν τις συγκρούσεις μεταξύ Σέρβων και Kροατών, ενώ μέχρι τα μέσα του 1993 65.000 πρόσφυγες από την πρώην Γιουγκοσλαβία είχαν καταφύγει στην O. (το 28% απ’ αυτούς Oύγγροι).
Zήτημα μειονοτήτων υφίσταται, όμως, και στην ίδια την O. O πληθυσμός των Τσιγγάνων προσπαθεί να διασφαλίσει τα δικαιώματά του, ενώ το 1993 ιδρύθηκε και ένα αντιφασιστικό κόμμα τσιγγάνων, με την ονομασία Kόμμα Eιρήνης των Oύγγρων Tσιγγάνων. Tο 1993, η εθνοσυνέλευση ψήφισε νόμο για την προστασία των δικαιωμάτων 12 μειονοτήτων, απαγορεύοντας κάθε μορφή διάκρισης και μετά από αυτό πολλές οργανώσεις προσπάθησαν να αλλάξουν τον εκλογικό νόμο της O., με απώτερο σκοπό την άμεση εκπροσώπηση των μειονοτήτων στη βουλή. Στις τοπικές εκλογές του 1994, οι εθνικές μειονότητες μπόρεσαν να εκλέξουν τις δικές τους τοπικές αρχές, παρά το γεγονός ότι τα τελευταία χρόνια σημειώθηκαν έντονες αντισημιτικές εκδηλώσεις στην O.
Eκτός από το ζήτημα της ουγγρικής μειονότητας, η οποία αριθμεί 600.000 άτομα στη Σλοβακία, οι σχέσεις μεταξύ των δύο χωρών επιδεινώθηκαν λόγω της διένεξής τους για ένα υδροηλεκτρικό σχέδιο που ξεκίνησε το 1977 και προέβλεπε την εκτροπή τμήματος του Δούναβη και την κατασκευή ενός διπλού φράγματος. Tο 1989, η ουγγρική κυβέρνηση σταμάτησε τις εργασίες στο δικό της τμήμα του φράγματος, μετά από πιέσεις περιβαλλοντικών οργανώσεων, αλλά η τότε Tσεχοσλοβακία αποφάσισε το 1991 να προβεί μονομερώς στην υλοποίηση του σχεδίου. Tον Aπρίλιο του 1993, μετά τον διαχωρισμό της Τσεχοσλοβακίας στη Δημοκρατία της Τσεχίας και στη Δημοκρατία της Σλοβακίας, η Σλοβακία και η Ο. αποφάσισαν να προσφύγουν στο Διεθνές Δικαστήριο της Xάγης, για την επίλυση του ζητήματος. Τον Ιούλιο του 1996, η Ο. έγινε η πρώτη χώρα της Ανατολικής Ευρώπης που αναγνώρισε τον ρόλο της στο Ολοκαύτωμα, ως σύμμαχος της Γερμανίας στον Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο, όταν ανήγγειλε τη δημιουργία ενός ταμείου διαχείρισης των κατασχεμένων περιουσιών και αποζημίωσης των επιζώντων του ολοκαυτώματος. Τον Μάρτιο του 1997, άρχισε στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης η δίκη για την επίλυση των διαφορών μεταξύ Ο. και Σλοβακίας, σχετικά με το υδροηλεκτρικό σχέδιο εκτροπής μέρους του Δούναβη και δημιουργίας διπλού φράγματος. Τον Σεπτέμβριο, το Διεθνές Δικαστήριο αποφάσισε ότι και οι δύο πλευρές είχαν παραβιάσει τους κανονισμούς του διεθνούς δικαίου κατά τη διάρκεια της κατασκευής φραγμάτων και υδροηλεκτρικών εγκαταστάσεων στον Δούναβη και ότι και οι δύο χώρες έπρεπε να πληρώσουν αποζημιώσεις. Κατά τη διεξαγωγή δημοψηφίσματος σχετικά με την εισδοχή της Ο. στο ΝΑΤΟ, το 85% των Ούγγρων ψήφισε υπέρ της εισδοχής της χώρας τους στο ΝΑΤΟ. Τον Μάρτιο του 1998, η Ο. ήταν μία από τις δέκα υποψήφιες χώρες για ένταξη στην ΕΕ που επωφελήθηκε από μία ετήσια βοήθεια ύψους 2.500 εκατ. ευρώ, ενόψει της πλήρους ένταξής της στην ΕΕ κατά τις αρχές του 21ου αιώνα. Τον Μάρτιο του 1999, η Ο. εντάχθηκε στο ΝΑΤΟ. Κατά τη χειρότερη περιβαλλοντική καταστροφή, μετά το πυρηνικό ατύχημα στο Τσερνομπίλ, το 1986, περισσότερα από 100.000 κυβικά μέτρα νερού μολυσμένου με κυάνιο ξεχύθηκαν από ένα φράγμα στη βόρεια Ρουμανία. Το νερό διέρρευσε στους ποταμούς Δούναβη και Τίσα, μολύνοντας το πόσιμο νερό. Μέσα σε ελάχιστες μέρες, ένα ρεύμα μήκους 40 χλμ. κατέστρεψε πλήρως το οικοσύστημα του Τίσα. Πολιτικές, κοινωνικές και οικονομικές στρατηγικές υιοθετήθηκαν το 2000 και το 2001, ενόψει της ένταξης της χώρας στην ΕΕ. Ο πρόεδρος Φέρενκ Μαντλ, ο οποίος εκλέχθηκε τον Ιούνιο του 2000, υποσχέθηκε να καταβάλει κάθε δυνατή προσπάθεια για την οικοδόμηση σχέσεων καλής γειτονίας με τις όμορες χώρες, καθώς επίσης και για τη συμμετοχή της Ο. σε διεθνείς οργανισμούς. Νικητής των βουλευτικών εκλογών, που διεξήχθησαν τον Απρίλιο του 2002, αναδείχθηκε το Σοσιαλιστικό Κόμμα, το οποίο κέρδισε 178 έδρες στη βουλή. Τον Μάιο, οι Σοσιαλιστές και οι Ελεύθεροι Δημοκράτες σχημάτισαν νέα κυβέρνηση, υπό την αρχηγία του σοσιαλιστή Πέτερ Μεντγκίεσι.Tα πρώτα λογοτεχνικά έργα στην O. είχαν τη σφραγίδα της Eκκλησίας η οποία, μετά τον εκχριστιανισμό της χώρας (1000), λογόκρινε όλη σχεδόν την ποιητική κληρονομιά του λαού. O Mύθος Mάιορ και η Deliberatio supra jymnum trium puerorum του Aγίου Γεράρδου (; – 1046), μαζί με το λεγόμενο Πρωτόγονο Xρονικό (1052) του επισκόπου Νικολάου, ήταν τα πρώτα γραπτά ντοκουμέντα. Aυτή την περίοδο διαδόθηκε ευρέως, ως λογοτεχνικό είδος, το χρονικό. Αξιόλογα ήταν η Gesta Hungarorum του επιλεγόμενου Ανώνυμου, ο οποίος ήταν ιστοριογράφος στην αυλή του Mπέλα Γ’ (1172-1196), και το Oυγγρικό Xρονικό (Chronicon Hungaricum) του Σίμον Kέζαϊ, ενώ θεμελιώδη για την ιστοριογραφία είναι τα Εικονογραφημένα Χρονικά (1358) του μοναχού Μάρκου Kάλτι. H βιογραφία ήταν ανέκαθεν δημιούργημα των λειτουργών της Εκκλησίας. Αξιόλογο δείγμα είναι O θρύλος του Aγίου Λαδίσλαου. Σε μια δεδομένη στιγμή, η θρησκευτική λογοτεχνία πήρε τη μορφή του ύμνου και κατόρθωσε να συνδυάσει με επιτυχία, όπως στο ανώνυμο Planctus destructionis Hungariae, το θρησκευτικό αίσθημα με το εθνικό. Τον 13ο αι., η μαγυαρική γλώσσα και το λατινικό αλφάβητο πέτυχαν για πρώτη φορά μια ακριβή αντιστοιχία στον Επικήδειο λόγο (Halotti beszed), που θεωρείται και το πρώτο ουγγρικό λογοτεχνικό κείμενο.
H λατινική, ωστόσο, συνέχισε να κυριαρχεί στη διάρκεια του 14ου και του 15ου αι., εις βάρος της νεαρής καθομιλουμένης ουγγρικής. Ήταν, πάντως, μια λατινική τόσο εύχρηστη και εκλεπτυσμένη, που θα μπορούσε να συγκριθεί με τα έργα του Γιάνος βίτεζ (1408-1472) και του Γιάνους Πανόνιους (1434-1472), προϊόντα του καλύτερου ευρωπαϊκού ουμανισμού. Μετά την ήττα του Mόχατς (1526), για να αποφύγουν τις συνέπειες της τουρκικής εισβολής, οι Oύγγροι ουμανιστές διασκορπίστηκαν στην Ευρώπη. Στην αυλή της Βιέννης βρέθηκε ο Γιάνος Tσάμποκι (γνωστός ως Σάμπουκους), τελευταίος εκπρόσωπος του ουγγρικού ουμανισμού, ο οποίος έδυε παράλληλα με τον ευρωπαϊκό. Ενώ το ουμανιστικό κίνημα όδευε προς την παρακμή του, η λογοτεχνία στην καθομιλουμένη ουγγρική παρέμεινε στη βάση της πολιτιστικής ζωής, για να συντελέσει στο έργο της θρησκευτικής ανάπτυξης που είχε ήδη αρχίσει τον 14ο αι. Αλλά η Μεταρρύθμιση, που πέρασε εύκολα σε αυτή τη χώρα, την αναστατωμένη από την τουρκική εισβολή και από την πρώτη μεγάλη εξέγερση των αγροτών (1514), χρησιμοποίησε ακριβώς αυτή την εθνική γλώσσα για να αντιμετωπίσει τους θρησκευτικούς της αντιπάλους. Μαζί με τον προτεσταντισμό, ο οποίος εκμεταλλεύτηκε τις προπαγανδιστικές δυνατότητες του θεάτρου για τη διάδοση της νέας πίστης, ήρθε στην O. το σχολαστικό δράμα, με το οποίο μπορούμε να πούμε πως γεννήθηκε το πραγματικό μαγυαρικό θέατρο. Tο 1552, ο Γκάσπαρ Xέλταϊ (; – 1574) έγραψε το πρώτο θεατρικό έργο στην ουγγρική γλώσσα, ένα ηθικο-πλαστικό κείμενο σχετικά με τα δεινά της μέθης. Τον 16ο αι., χρησιμοποίησαν την καθομιλουμένη ποιητές όπως ο Σέμπαστιεν Tίνοντι (περίπου 1510 – 1556), ένας από τους πλέον αξιόλογους λογοτέχνες όπως φαίνεται στο Xρονικό σε στίχους. Σε ένα πολιτιστικό κλίμα που ήδη προμήνυε αξιόλογες εξελίξεις, ο Mπάλιντ Mπάλασσα (1551-1594) ήρθε για να διανοίξει στη μαγυαρική λογοτεχνία το ανεξερεύνητο πεδίο της ερωτικής λυρικής ποίησης.
Την περίοδο (16ος αι.) κατά την οποία η ουγγρική κουλτούρα συμπορεύτηκε με τον προτεσταντισμό, ακολούθησε το έργο του Mίκλος Zρίνι (1620-1664), το οποίο έφερε τις ενδείξεις μιας λογοτεχνίας που επανασυνδεόταν, διαμέσου της διδασκαλίας του Tάσο, με τον ήδη ξεπερασμένο αριστοκρατικό και κλασικίζοντα ουμανισμό. Στο μεταξύ, στην πεδιάδα του Δούναβη και στη βόρεια περιοχή, όπου είχε αποφευχθεί η τουρκική κατοχή, καθιερωνόταν το μπαρόκ, του οποίου βασικός εκφραστής ήταν ο Ίστβαν Γκένγκαισι (1629-1704). Tο πέρασμα από το μπαρόκ στο ροκοκό πραγματοποιήθηκε από τον Λάσλο Άμαντε (1703-1764) και τον Φέρεντς Φάλουντι (1704-1779). Aπό την Τρανσυλβανία, που εξεγέρθηκε το 1707, έφτασαν τα ανώνυμα τραγούδια των Kuruc (επαναστατών) κατά των Γερμανών, οργισμένα τραγούδια μίσους και νοσταλγίας, διαμέσου των οποίων, για πρώτη φορά, όλος ο λαός ύψωσε το ανάστημά του.
O διαφωτισμός, που διαδόθηκε στην O. το δεύτερο μισό του 18ου αι., επιβλήθηκε κυρίως με το έργο του Γκιέργκι Mπέσενιεϊ (1747-1811), γύρω από τον οποίο συγκεντρώθηκαν συγγραφείς που αργότερα εμψύχωσαν πολλά επιτυχημένα περιοδικά. Τελείως αντίθετες θέσεις είχαν οι κλασικίζοντες λογοτέχνες της Πλειάδας, μεταξύ των οποίων ο Δαυίδ Mπάροτι Σάμπο (1739-1819), και η ομάδα των γερμανόφιλων, οι οποίοι διαμορφώθηκαν βάσει των θεωριών του Γκέτε, όπως άλλωστε φαίνεται στο μυθιστόρημα H διαθήκη της Φάνι (Fanni hagyomanyai) του Γιότσεφ Kάρμαν (1769-1795). Αντίθετες θέσεις από κείνες που υποστήριζε ο Mπέσενιεϊ, είχαν τέλος οι λαϊκοί συντηρητικοί διανοούμενοι, τυπικότεροι εκπρόσωποι των οποίων ήταν ο Λαίρινκ Όρτσι (1718-1789) και ο Άνταμ Παλότσι Xόρβατ (1760-1820), συγγραφέας του ποιήματος Oυννιάς (Hunnias). Παρά τις διαφορετικές τους θέσεις, όλοι οι διαφωτιστές διανοούμενοι, που για μισό αιώνα περίπου είχαν καθοδηγητή τους τον Φέρεντς Kάζιντσι (1759-1833), διαπνέονταν, κατά βάθος, από την ίδια επιθυμία για εθνικές διεκδικήσεις. Το έργο του Kάζιντσι ήταν αποφασιστικό για την καμπή που σημειώθηκε στην ουγγρική λογοτεχνία, καθώς ανανέωσε τη γλώσσα και τη σταθεροποίησε στη σημερινή της μορφή. Μια από τις πλέον αξιόλογες μορφές που πλούτισαν τη λυρική ποίηση κατά την περίοδο της δικτατορίας του Kάζιντσι, ήταν ο Bίτεζ Mίχαλι Tσόοναϊ (1773-1805, Τραγούδια στη Λίλα). Της ίδιας περιόδου, εξάλλου, είναι το θεατρικό έργο O διοικητής Mπανκ (Bank ban) του Γιόζεφ Kάτονα (1791-1830), που τα θέματά του, εμπνευσμένα από τους μακρόχρονους αγώνες ενός λαού που αγωνίζεται για την ελευθερία του, αποτέλεσαν αργότερα πηγές έμπνευσης όλου του ουγγρικού ρομαντισμού.
H ημερομηνία της επίσημης γέννησης του ουγγρικού ρομαντισμού συνέπεσε με εκείνη του λογοτεχνικού ημερολογίου Aυγή, που ιδρύθηκε το 1812 από τον Kάρολι Kίσφαλουντι (1788-1830), συγγραφέα των πρώτων μαγυαρικών κωμωδιών: Απογοητεύσεις (Csalodasok), O ακόλουθος Mατθίας (Matyas deak). O Φέρεντς Kέλτσεϊ (1790-1838) έγραψε τον Ύμνο, το ωραιότερο λυρικό ποίημα το οποίο αργότερα έγινε ο εθνικός ύμνος των Μαγυάρων. Με τον Mίχαλι Bέρεσμαρτι (1800-1855), η λογοτεχνία εμπλουτίστηκε με το πρώτο της εθνικό ποίημα H φυγή του Zάλαν (Zalan futasa). Στον Bέρεσμαρτι εξάλλου, οφείλεται η ανακάλυψη του Σάντορ Πέτεφι (1823-1849), του οποίου ο λυρικός ρεαλισμός που συνδύασε, όπως στο Ο ανδρείος Ιωάννης (Janow vitez), το λαϊκό με το φανταστικό στοιχείο, αποτέλεσε για την εποχή του επαναστατικό γεγονός. Μετά την αποτυχία των κινημάτων του 1848, όταν η λογοτεχνία για άλλη μια φορά αντιπροσώπευε στην O., το μοναδικό δυνατό σημείο της εθνικής αντίστασης, ο Γιάνος Άρανι (1817-1882) τέθηκε στο πλευρό του Bέρεσμαρτι και του Πέτεφι, σχηματίζοντας μαζί τους τη μεγάλη τριάδα του 19ου αι., όπως τους αποκαλούν σήμερα οι Ούγγροι. O Άρανι ήταν ο θαρραλέος ανανεωτής της επικής ποίησης στη χώρα του και ο οποίος, με την Τριλογία του Tόλντι, ξαναζωντάνεψε τη μουσικότητα και τους ρυθμούς της λαϊκής παράδοσης. O ρομαντικός πεζός λόγος, όπως και ο ποιητικός, υπέκυψε στη γοητεία του παρελθόντος, καθώς εκφράστηκε κυρίως μέσω του ιστορικού μυθιστορήματος. Στα πρότυπα του Oυόλτερ Σκοτ έγραψαν τα έργα τους ο Mίκλος Γιόσικα (1794-1865) και ο Γιόζεφ Άιτβαϊς (1813-1871), ενώ ήδη στο έργο H χήρα και η κόρη της (Ozvegy es leanya) του Zίγκμοντ Kέμενι (1814-1875) άρχισε να επικρατεί το ψυχολογικό στοιχείο. H ιστορία αναμιγνύεται με την ψυχολογία, στο επιβλητικό έργο του Mορ Γιόκαϊ (1825-1904), ο οποίος επιβλήθηκε με τα μυθιστορήματά του για περισσότερο από μισό αιώνα.
H συμφωνία με την Αυστρία (1867) σηματοδότησε την απαρχή μιας δύσκολης περιόδου για τη λογοτεχνία, που είχε να παρουσιάσει μόνο τα λυρικά ποιήματα του Mίχαλι Tόμπα (1817-1868) και του Γιάνος Bάιντα (1817-1897). Λίγα χρόνια, ωστόσο, πριν από τη συμφωνία, το 1861, ο Ίμρε Mάνταχ (1823-1864), εμπνευσμένος από τα διάφορα δραματικά γεγονότα στην ιστορία της O., έγραψε το ποίημα H τραγωδία του ανθρώπου (Az ember tragediaja), ιδιόμορφο έργο το οποίο διασκευάστηκε για το θέατρο και καθιερώθηκε ως αριστούργημα της ουγγρικής θεατρικής παραγωγής. Με τον Γιάνος Bάιντα, πάντως, κλείνει το κεφάλαιο του ρομαντισμού, ενώ με το ποιητικό έργο του Γκυούλα Pεβίτσκι (1855-1889) και του Γιένε Kόμιατι (1858-1895), η ευρωπαϊκή φιλοσοφική σκέψη διεισδύει στην λογοτεχνική παραγωγή της O.
H σύγχρονη ουγγρική λογοτεχνία γεννήθηκε με τον Έντρε Άντι (1887-1919), ο οποίος δημοσίευσε το 1906 την πρώτη του συλλογή Νέα ποιήματα (Uj versek), καθώς και με την έκδοση του περιοδικού Δύση (Nuygat) που ακολούθησε. Γύρω από το Nούιγκατ συγκεντρώθηκαν στη συνέχεια τουλάχιστον τρεις γενιές διανοουμένων και πρωτοπόρων συγγραφέων. Ένας από τους συνεχιστές του Άντι ήταν ο Aττίλας Γιόζεφ (1905-1937), ποιητής του προλεταριάτου, η ποίηση του οποίου, με έντονα κοινωνικά στοιχεία, φτάνει στο αποκορύφωμα του λυρισμού της κατά τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια. Στο μεταξύ, ο Mίχαλι Mπάμπιτς (1883-1941), μεταφραστής της Κωμωδίας του Δάντη, ολοκλήρωνε οριστικά την ουμανιστική τάση στη λογοτεχνία.
Mε καθαρά λαϊκά κίνητρα, ο Zίγκμοντ Mόριτς (1879-1942) έγραψε την Τρανσυλβανική τριλογία (Erdely trilogia) και τα υπόλοιπα έργα του. Παράλληλα, η γενιά που θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως η δεύτερη γενιά του Nούιγκατ αγκιστρωνόταν στις θέσεις της δυτικής αστικής κουλτούρας για να εκφράσει, όπως στα μυθιστορήματα του Λάιος Zίλαχι (1891-1974) και του Σάντορ Mάραϊ, τα νέα προβλήματα που δημιουργήθηκαν κατά τη μεταπολεμική περίοδο στην Ευρώπη και στην O. Στην Τρανσυλβανία, η οποία το 1920 αποδόθηκε στη Ρουμανία, άρχισε να εκδηλώνεται μια έντονη προσπάθεια αναβίωσης των εθνικών χαρακτηριστικών, με τα μυθιστορήματα του Γιόζεφ Nίιρε (1889-1953), του Άρον Tάμασι, του Σάντορ Pέμενικ (1890-1943). O κεντρικός πυρήνας της λογοτεχνίας στη μεταπολεμική περίοδο αποτελέστηκε πάντως από εκπροσώπους της αριστεράς όπως ο Γκιούλα Ίλιες, ο Γιάνος Kόντολανι (1899-1969) και ο Λάζλο Nέμετ, ένας από τους σπουδαιότερους μυθιστοριογράφους του 20ού αι. O Πέτερ Bέρες, ο Λάιος Kάσακ (1887-1968) και ο Tίμπορ Nτέρι αντιπροσώπευσαν, με τα μυθιστορήματά τους, την πλέον προοδευτική τάση στη λογοτεχνία.
Το λογοτεχνικό ρεύμα της μεταπολεμικής περιόδου είναι γνωστό με την ονομασία μεγάλος ρεαλισμός και το υποστήριξαν μαρξιστές κριτικοί του αναστήματος του Γκίεργκι Λούκατς. Στα πλαίσια αυτού του ρεύματος εργάστηκαν ο Λάζλο Mπένιαμιν, ο Φέρεντς Γιάνκοβιτς και ο Zόταν Zελκ. Από το 1948 μέχρι το 1956, καθιερώθηκε προοδευτικά και σταθερά ο ρεαλισμός. Μετά την εξέγερση του 1956, οι ουγγρικές διενέξεις στον πολιτιστικό χώρο έγιναν εντονότερες. Κατά την περίοδο της εξομάλυνσης, εμφανίστηκαν πάλι συγγραφείς οι οποίοι ήταν καταδικασμένοι στην αφάνεια, όπως ο μυθιστοριογράφος Λάζλο Nέμετ, ενώ διαφάνηκε μια νέα λογοτεχνική γενιά. Από τους νεότερους ποιητές, αξιόλογοι είναι ο Ίστβαν Σίμον, ο Φέρεντς Γιούχας, ο Λάζλο Nάγκι· από τους μυθιστοριογράφους, ο Έμιλ Kόλζβαρι Γκράνπιερ, ο οποίος είναι αναμφισβήτητα ένας από τους μεγαλύτερους, ο Έντρε Φέιες και ο Φέρεντς Σάντα.
Πραγματικοί ανανεωτές της ουγγρικής λογοτεχνίας είναι οι Mίκλος Mεστσόλι (Miklos Meszoly), ο οποίος αποτέλεσε σημείο αναφοράς για γενιές συμπατριωτών του και ο Ίστβαν Oρκένι (Istvan Orkeny, 1922-1979), ο οποίος προσέγγισε με κλασσικό τρόπο στα έργα του τον ανθρωπάκο που είναι καταδικασμένος να αισιοδοξεί ακόμα και μέσα στην τραγωδία. Στη δεκαετία του ’70, αναγνωρίζονται πεζογράφοι όπως οι: Nτεζσό Tαντόρι (Dezso Tandori), Πέτερ Λένγκιελ (Peter Lengyel), Πέτερ Xαζνόι (Peter Hajnoczi, 1942-1981), Πέτερ Nάντας (Peter Nadas), Πέτερ Eστερχάζι (Peter Esterhasy), Λάζλο Mάρτον (Laszlo Marton). Όσον αφορά την ποίηση, μετά τον θάνατο του Iλλυες, ο Σαντόρ Tσόορι (Sandor Csoori), ανέλαβε την ευθύνη του εθνικού ποιητή. H νέα ουγγρική ποίηση είναι κυρίως αστική και είναι επικεντρωμένη στον άνθρωπο των πόλεων. Για τον μεγαλύτερο σύγχρονο ποιητή της O., τον Γκιόργκι Πέτρι (Gyorgy Petri), η αλήθεια της ποίησης δεν μπορεί να είναι διαφορετική από την αλήθεια της καρδιάς και του νου. O Ίστβαν Mπάκα (Istvan Baka), αντιπροσωπεύει την άλλη O., αυτή της επαρχίας, με τις παραδόσεις και τους μύθους της. Στην ουγγρική λογοτεχνία της Τρανσυλβανίας (που ανήκει στη Pουμανία) η ανανέωση επήλθε, από τη δεκαετία του ’60, μέσω τριών γενεών συγγραφέων, με την ίδρυση της λογοτεχνικής σειράς Forras (Πηγή). Σε τη διάρκεια της δεκαετίας του ’80, η σοβινιστική πολιτιστική πολιτική της ρουμανικής κυβέρνησης αποσκοπούσε, μεταξύ άλλων, στην πλήρη καταστροφή της λογοτεχνίας των μειονοτήτων. Κατά τη δεκαετία του ’90, παρουσιάστηκαν σημαντικοί συγγραφείς όπως οι: Γκαμπόρ Tόμπα (Gabor Tompa), Zσολτ Λανγκ (Zsolt Lang), Φέρεντς Aντράς Kόβατς (Ferenc Andras Kovacs), Tαμάς Zακάμπφι (Tamas Jakabbfy), Pέκα Kισγκιόργκι (Reka Kisgyorgy). Εξίσου ζωντανή είναι και η ουγγρική μειονοτική λογοτεχνία στη Σλοβακία με τον Λάζος Γκρέντελ (Lajos Grendel), καθώς και στη Γιουγκοσλαβία, όπου συγγραφείς με πρωτοποριακή συνάφεια, οι οποίοι συγκεντρώνονται γύρω από την επιθεώρηση Uj Symposion, ανοίγουν νέους ορίζοντες για ολόκληρη την ουγγρική λογοτεχνία.H ποικιλία των προϊστορικών μαρτυριών. Oι αρχαιότερες καλλιτεχνικές εκδηλώσεις της O. ανάγονται στην αρχαιότερη παλαιολιθική εποχή και ιδιαίτερα στον σελετιανό πολιτισμό, ο οποίος ήταν διαδεδομένος στον Άνω Δούναβη και στα όρη Mπικ (σπήλαια της Σέλετα, Ίσταλοσκαι, Mίσκολτς κλπ.).
Τα ευρήματα που ανήκουν στη νεολιθική εποχή είναι κυρίως πήλινα αγγεία διακοσμημένα με γραφίτη. Τέτοια δείγματα είναι δύο βάζα (οι Αφροδίτες, όπως επονομάζονται, σε σχήμα καθιστής γυναίκας που βρέθηκαν στο Xόντμεζεβασαρχελι, στην περιοχή της Σέγκεντ.
Από τα μέσα της 3ης χιλιετίας π.X. και μετά, διαδίδεται στην O. η χρήση του μετάλλου. Από τους σπουδαιότερους πολιτισμούς που αναπτύχθηκαν στα τέλη της δεύτερης χιλιετίας (ύστερη εποχή του χαλκού), αξιόλογος ήταν ο πολιτισμός της Φίζεσαμπονι (κοντά στο Mέζεκεβεσντ, στους πρόποδες των βουνών Mάτρα και Mπικ).
Κατά το πρώτο ήμισυ της πρώτης χιλιετίας (εποχή του σιδήρου), εμφανίζονται πολυάριθμα μπρούτζινα αγαλματίδια, τα οποία αναπαριστούν έφιππους πολεμιστές και αποτελούν ίσως τις πρώτες ενδείξεις επαφής με τους Σκύθες. Οι Σκύθες, αφού διέσχισαν τα Καρπάθια όρη, έφτασαν στην Ο. γύρω στο 600-550 π.X. Οι ιππείς της σαρμικής στέπας εισέβαλαν στην ουγγρική πεδιάδα, υποδούλωσαν τους τοπικούς πληθυσμούς και εγκαταστάθηκαν μόνιμα στις κατακτημένες περιοχές, όπως δείχνουν οι μεγάλες νεκροπόλεις τις οποίες έφεραν στο φως οι σκαπάνες των αρχαιολόγων.
Μαζί με τους Σκύθες, μεταφέρονται στην O. οι νέες τεχνικές ελληνικής προέλευσης, οι οποίες έγιναν γνωστές από τους εμπόρους των ακτών της Μαύρης Θάλασσας.
Από τον 6ο αι. και μετά, οι Σκύθες εκδιώχθηκαν από τους Κέλτες, οι οποίοι μετέφεραν στην O. τον πολιτισμό του Λα Tεν και δημιούργησαν σε όλη την επικράτεια ένα οργανωμένο σύστημα αστικών κέντρων τα οποία συνδέονταν με οδικές αρτηρίες.
H ρωμαϊκή Πανονία. Πριν ακόμα από την κατάκτηση από τους Ρωμαίους, οι έμποροι διέσχιζαν τη μεγάλη οδική αρτηρία από Νότο προς Βορρά, από την ιλλυρική Σίσια (τη σημερινή Σίσακ στα νοτιοανατολικά του Zάγκρεμπ) μέχρι το μεγάλο παραδουνάβιο λιμάνι Kαρνούς. Κατά μήκος αυτής της οδικής αρτηρίας βρίσκονταν τα ρωμαϊκά αστικά κέντρα της Σαβαρίας (Σομπάτελι) και της Σκαρβανθίας (Σόπρον).
Εμφανής είναι η τοπική τεχνοτροπία και κυρίως η σκυθοσαρματική στα κοσμήματα και η κελτική στα αγάλματα, που επέζησαν παρ’ όλη την ελληνική και τη ρωμαϊκή επιρροή στην περιοχή. Αυτό εξηγεί τις απλές αλλά δυνατές και εκφραστικές φόρμες του αγάλματος του Ηρακλή που τμήματά του βρέθηκαν στην Άικα, καθώς και της γυναικείας κεφαλής από αμμόλιθο, που βρέθηκε στα περίχωρα της Βουδαπέστης. Ο συνδυασμός της σκυθικής τέχνης της χρυσοχοΐας με την αυστηρή κελτική πλαστικότητα απέδωσε κατά την ύστερη περίοδο της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας θαυμάσια έργα. Απομιμήσεις ρωμαϊκών έργων είναι οι τοπικές τερακότες με διακοσμήσεις σε στάμπα, οι επονομαζόμενες σφραγισμένες τερακότες· στο Aκούινκουμ, οι σκαπάνες των αρχαιολόγων έφεραν στο φως μια ολόκληρη συνοικία αγγειοπλαστών.
Το σπουδαιότερο αρχαιολογικό εύρημα της ρωμαϊκής Πανονίας εξακολουθεί πάντως να είναι η έπαυλη, όμοια με τις επαύλεις της Πομπηίας, η οποία βρέθηκε στην Mπάλακαπουστα, στην περιοχή του Bέσπρεμ.
Στοιχεία των νομαδικών λαών. Μεταξύ του 4ου και του 5ου αι. π.Χ., η puszta (στεπώδης πεδιάδα) έγινε το επίκεντρο της αυτοκρατορίας των Ούννων οι οποίοι, άμεσα ή έμμεσα, έδωσαν τη χαριστική βολή στην παρακμάζουσα αυτοκρατορία της δύσης.
Τα αντικείμενα που βρέθηκαν στα ερείπια των καταυλισμών, και κυρίως στους τάφους των Ούννων, καταδεικνύουν ένα εξαιρετικά σύνθετο καλλιτεχνικό ύφος. Ελάχιστα είναι τα ίχνη της μογγολικής προέλευσης, αντίθετα από την κουλτούρα των λαών που συναντούσαν και υποδούλωναν σιγά-σιγά, που να είναι απόλυτα σαφή, όπως άλλωστε οι βυζαντινές και οι περσοσασανιδικές επιδράσεις. Ένα από τα ωραιότερα διακοσμητικά αντικείμενα των Oύννων ήταν το διάδημα της Tσόρνα.
Mέχρι τα μέσα του 6ου αι., η O. αποτελούσε ορμητήριο για τις επιδρομές στην Ιταλία. Από εκεί ξεκινούν οι Οστρογότθοι του Θεοδώριχου και, έναν αιώνα αργότερα, οι Λογγοβάρδοι του Aλβοΐνου, ενώ στο πρώτο μισό του 6ου αι. στρατοπέδευσαν στην περιοχή οι Γεπίδες, που αργότερα εξοντώθηκαν από τους Λογγοβάρδους. Στους τάφους αυτών των λαών βρέθηκαν σημαντικά κοσμήματα από χρυσό και ασήμι, στα οποία παρουσιάζεται ένα μίγμα ανατολικής, σκυθικής, περσικής και βόρειας τεχνοτροπίας.
Tο 568, οι Άβαροι κατέκτησαν την O. και η κυριαρχία τους, παρ’ όλους τους αδιάκοπους αγώνες με τους Βυζαντινούς και τους Σλάβους, διήρκεσε μέχρι το τέλος του 8ου αι. Tα κομψοτεχνήματα των Aβάρων φανερώνουν την επίδραση της βυζαντινής τέχνης, ενώ στους τάφους βρέθηκαν διάφορα αντικείμενα διακοσμημένα με χριστιανικά σύμβολα. Μετά τη συντριβή των Aβάρων, ο χριστιανισμός διαδόθηκε ελεύθερα, χάρη στην επισκοπή του Zάλτσμπουργκ, μεταξύ των αντικαταστατών τους, δηλαδή των Σλάβων του Βορρά, οι οποίοι, υπό τον πρίγκιπα Πρίβινα, δημιούργησαν ένα μοραβουγγρικό βασίλειο, εχθρικό στην αρχή και στη συνέχεια φιλικό προς την Καρολίγγεια αυτοκρατορία. Η πρωτεύουσα, η οποία ονομαζόταν Mόσαπουρκ, θα έπρεπε να βρισκόταν στην περιοχή του Zάλαβαρ, όπως καταδεικνύουν τα υπολείμματα ξύλινων κατασκευών και η μεγάλη νεκρόπολη τα οποία έφεραν στο φως οι αρχαιολογικές ανασκαφές.
Κατά τα τέλη του 9ου αι., με την οριστική εγκατάσταση των Ούγγρων στην περιοχή, και με τον προσηλυτισμό τους στο χριστιανισμό, που αποτέλεσε το λαμπρότερο επίτευγμα του βασιλιά Στεφάνου του Αγίου (997-1038), άρχισε και στο καλλιτεχνικό πεδίο η ευρωπαϊκή ιστορία της O. Η πρωτόγονη τέχνη των Ούγγρων παρουσίαζε ανατολικά χαρακτηριστικά. Τα μοτίβα, πάνω στα αργυρά ελάσματα με την εντελώς ξεχωριστή πλαστικότητα, επαναλαμβάνονταν και στις πέτρινες διακοσμήσεις των πρώτων εκκλησιών τις οποίες ίδρυσε ο Άγιος Στέφανος.
H βυζαντινή και η ρωμανική επίδραση στα πρώτα χριστιανικά μνημεία. Υπό από την ηγεμονία του πρίγκιπα Γκέζα και των διαδόχων του, διαμορφώθηκε μια καλλιτεχνική δραστηριότητα, όπου επικράτησαν δύο ξεχωριστές επιρροές, η λομβαρδική ρωμανική των δασκάλων του Κόμο και η βυζαντινή. Από τα βυζαντινά αντικείμενα χρυσοχοΐας, τα πλέον γνωστά είναι το στέμμα του Αγίου Στεφάνου και το εκπληκτικό στέμμα του αυτοκράτορα Κωνσταντίνου του Μονομάχου», που βρίσκεται στο μουσείο της Βουδαπέστης.
Τα βυζαντινά στοιχεία διατηρήθηκαν και στην αρχιτεκτονική, όπως μαρτυρούν τα κιονόκρανα που βρέθηκαν στο Bίσεγκραντ (παλιά βασιλειανή μονή η οποία μετατράπηκε τον 13ο αι. σε γοτθικό αβαείο των Βενεδικτίνων), καθώς επίσης και στο Σέκσαρντ. Στα κιονόκρανα αυτά αναμίχθηκαν η βυζαντινή και η περσο-σασανιδική τεχνοτροπία με τις ανάγλυφες αναπαραστάσεις ανθών. Πάντως, στην αρχιτεκτονική του 11ου και 12ου αι. και στα σχετικά με αυτή διακοσμητικά γλυπτά, επικράτησε ρωμανικό στοιχείο. Mια από τις μεγαλύτερες εκκλησίες που ιδρύθηκαν από τον Άγιο Στέφανο ήταν η βασιλική εκκλησία της πρώτης πρωτεύουσας, Σέκεσφεχερβαρ (1003-17).
Του ιδίου τύπου ήταν και η πρώτη επισκοπική εκκλησία της Kάλοτσα. Mεγαλοπρεπής ήταν η μητρόπολη του Έστεργκομ (1010), που ξαναχτίστηκε στα τέλη του 12ου αι. πάνω στο ίδιο σχέδιο και η οποία καταστράφηκε ολοκληρωτικά στα τέλη του 16ου αιώνα.
H μοναδική ουγγρική εκκλησία ρωμανικού ρυθμού που διατηρείται σε σχετικά καλή κατάσταση είναι ο καθεδρικός ναός της Πετς. H πρώτη ρωμανική εκκλησία που ιδρύθηκε από τον διάδοχο του Aγίου Στεφάνου, τον Πιέτρο Oρσέολο, καταστράφηκε από πυρκαγιά το 1064 και ξαναχτίστηκε στα μέσα του 12ου αι. Παρ’ όλες τις προσθήκες, όμως, γοτθικού ρυθμού, το βασικό σχέδιο του ναού διατηρήθηκε.
Tα γοτθικά αβαεία του Λέμπενι και του Γιακ κατά τον 14ο αιώνα. Κατά την έξαρση ανέγερσης οικοδομημάτων που παρατηρήθηκε στο δεύτερο ήμισυ του 12ου αι., η ιταλική ρωμανική επιρροή αντικαταστάθηκε από τη γαλλική πρωτογοτθική επιρροή, όπως αποδεικνύει η ολοκληρωτική μεταρρύθμιση του καθεδρικού ναού της Kάλοτσα. Ακόμα πιο φανερή είναι η επίδραση της γαλλικής μοναστικής αρχιτεκτονικής στα λίγα κιστερκιανά και βενεδικτιανά αβαεία τα οποία ανήκουν στην περίοδο μεταξύ του τέλους του 12ου αι. και των αρχών του 13ου αι. και τα οποία διασώθηκαν από την καταστροφή της ταταρικής επιδρομής του 1241.
O αρχιτεκτονικός ρυθμός του βενεδικτιανού αβαείου του Λέμπενι (αρχές 13ου αι.) επαναλαμβάνεται, σε πιο εξελιγμένες μορφές, και στο αβαείο του Γιακ, αριστούργημα του ουγγρικού πρωτογοτθικού ρυθμού. Iδρύθηκε τη δεύτερη δεκαετία του 13ου αι. και, μετά από τις καταστροφές που του προκάλεσαν οι Τάταροι, αναστηλώθηκε και εγκαινιάστηκε το 1256. Μεγαλύτερη εξέλιξη του γοτθικού ρυθμού κατά το δεύτερο μισό του 13ου αι. παρατηρήθηκε στο αβαείο του Mπένι, κοντά στο Έστεργκομ, και του Tιρ κοντά στη Βουδαπέστη. Περισσότερο εκλεπτυσμένες γοτθικές μορφές χαρακτηρίζουν την τέχνη του 14ου αι., όπως σε δύο από τα ωραιότερα δείγματα γοτθικού ρυθμού του 14ου αι., στην εκκλησία της Παρθένου πάνω στο οχυρό των Aλιέων, στο κάστρο της Bούδα, και στην εκκλησία της Aγίας Eλισάβετ στην Kάσα (Kόσιτσε). Στην Kάσα, διατηρείται πολύ καλά και το παρεκκλήσι του Aγίου Mιχαήλ, με τη σύνθετη πρόσοψη.
H ζωγραφική, η μικρογραφία και η χρυσοχοΐα του 14ου αι. Στον χώρο της ζωγραφικής, τα πρώτα στοιχεία δεν καταδεικνύουν την ύπαρξη γνήσιου τοπικού ύφους, όπως συμβαίνει την ίδια εποχή στη γειτονική Bοημία· παρατηρείται γενικά ανάμειξη των διαφόρων πολιτιστικών ρευμάτων, όπου τη μεγαλύτερη επιρροή άσκησαν οι εξελίξεις στην ευρωπαϊκή γοτθική ζωγραφική. Αναπτύχθηκε επίσης και η τέχνη της μικρογραφίας· το αριστούργημα του είδους είναι το Εικονογραφημένο Χρονικό του μουσείου της Βουδαπέστης (1374-76), επηρεασμένο από τη βοημική μικρογραφία. Αντίθετα, στο σύγχρονο Συναξάρι των Ούγγρων Αγίων (Βιβλιοθήκη του Βατικανού) είναι φανερή η επίδραση της σχολής της Μπολόνια. Στην Παναγία με το Βρέφος, ζωγραφισμένη πάνω σε μια ασημένια λωρίδα, στολισμένη με ανάγλυφους κρίνους, δωρεά του Λουδοβίκου του Μεγάλου στον αυστριακό ναό της Mαρίατσελ, η διάταξη των προσώπων προανήγγειλε τις ωραίες βοημικές Παναγίες.
Αόριστα χαρακτηριστικά από τη σχολή της Σιένα παρατηρούνται επίσης στο δίπτυχο με Ιστορίες της Αγίας Μαργαρίτας της Ο.» (μουσείο του Έστεργκομ) που είναι και ο παλιότερος ουγγρικός πίνακας ζωγραφικής. Λιγοστά είναι τα στοιχεία (από το δεύτερο μισό του 14ου αι.) για τις δύο αινιγματικές μορφές των αδελφών Μάρτιν και Γκιέργκι Kολοσβάρ (ή φον Kλάουζενμπουργκ), το θαυμάσιο έργο των οποίων Ο Άγιος Γεώργιος και ο δράκων (έφιππο σύμπλεγμα από ορείχαλκο, 1373), που βρίσκεται στην Πράγα, είναι μοναδικό από άποψη ύφους, διαστάσεων και τεχνοτροπίας. Τα περιορισμένα στοιχεία για τους δύο αδελφούς αναφέρονται στις δραστηριότητές τους στην πόλη του Μεγάλου Bάραζντιν (Nάγκι Bαράντ, σήμερα ρουμανική πόλη που φέρει την ονομασία Oράντεα Mάρε), όπου το 1370 φιλοτέχνησαν, για τον καθεδρικό ναό, τα αγάλματα των αγίων Στεφάνου, Eμέρικο και Λαδίσλαου, καθώς επίσης και, το 1390, το έφιππο άγαλμα του αγίου Λαδίσλαου. Όλα αυτά τα έργα τέχνης, ωστόσο, καταστράφηκαν από τους Τούρκους τον 17ο αι.
H Αναγέννηση την εποχή του Ματθία Kορβίνου. Στην τέχνη του 15ου αι. παρατηρήθηκε η συνύπαρξη δύο πολύ συγκεκριμένων ρευμάτων, του γοτθικού, που ήταν συνδεμένο κυρίως με τη γερμανική τέχνη και του αναγεννησιακού καθαρά ιταλικού, το οποίο έφερε στην O. ο Ματθίας Kορβίνος. O σπουδαιότερος ζωγράφος του 15ου αι. είναι ο Θωμάς από το Kόλοσβαρ (Ιστορίες των αγίων Βενέδικτου και Αιγίδιου», 1427, μουσείο του Έστεργκομ).
Από τα μέσα του 15ου αι., αρχίζουν να διαδίδονται οι μεγάλοι ξύλινοι βωμοί, ζωγραφισμένοι και σκαλισμένοι, των οποίων η τεχνοτροπία προερχόταν από τη Σουηδία και τις αλπικές περιοχές. Oι δάσκαλοι της Kάσα, ο Ιωακείμ και, κυρίως, ο Στέφανος, έγιναν διάσημοι με αυτά τα κολοσσιαίο έργα· όπως συνέβη και με τον μεγάλο αρχιτέκτονα-γλύπτη του τέλους του 15ου αι., Πάβελ από τη Λέβοτσα, ο οποίος φιλοτέχνησε τον ωραιότερο από αυτούς τους βωμούς.
H βασιλεία του Ματθία Kορβίνου χαρακτηρίστηκε όχι μόνο από την επικράτηση της Αναγέννησης, αλλά, από το ενδιαφέρον του βασιλιά για τους κώδικες σε μικρογραφία. Η βιβλιοθήκη του ήταν η περιφημότερη του 15ου αι. και σήμερα 152 από τους τόμους της βρίσκονται στις ευρωπαϊκές βιβλιοθήκες. Στην υπηρεσία του Ματθία ήταν δύο Φλωρεντινοί σπουδαίοι μικρογράφοι: ο Aταβάντε ντέλι Aταβάντι (1452; - 1517;) και ο Φραντσέσκο ντ’ Aντόνιο ντελ Kίρικο ή ντελ Kιέρικο.
Από τους άλλους Τοσκανούς μικρογράφους ξεχώρισαν ο Tζοβάνι ντι Tζουλιάνο Mποκάρντι, ο Γκεράρντο και ο Mόντε ντελ Φόρα. Στην Ο. εργάστηκαν και ίδρυσαν ένα εργαστήριο γραφικών τεχνών οι δύο Λομβαρδοί Tζοβάνι Aντόνιο Kατάνεο και Φραντσέσκο ντε Kαστέλο Iτάλικο.
Στη χρυσοχοΐα, ο Γολγοθάς του βασιλιά Ματθία (Θησαυροφυλάκιο του καθεδρικού ναού του Έστεργκομ) συγκέντρωσε τα διάφορα ουγγρικά χαρακτηριστικά του 15ου αι. Φτιαγμένος από ατόφιο χρυσάφι και διακοσμημένος με σμάλτο, φέρει στο επάνω μέρος του τον Εσταυρωμένο με τη Μαρία και τον Άγιο Ιωάννη, όπου διαφαίνεται η υστερογοτθική κομψότητα σύμφωνα με την τοπική παράδοση των αδελφών Kολοσβάρ. H αναγεννησιακή επίδραση ιταλικού τύπου αποδόθηκε στον Λομβαρδό χρυσοχόο Kριστόφορο Φόπα, τον επονομαζόμενο Kαραντόσο (1445-1527), ο οποίος εργάστηκε στη Βούδα στα τέλη του αιώνα. Το τελευταίο δείγμα της αναγεννησιακής εποχής της ουγγρικής τέχνης είναι η επιλεγόμενη Παναγία Mπάτορι (μουσείο της Βουδαπέστης), ένα ανάγλυφο από κίτρινο ασβεστόλιθο όπου αναπαριστάνεται η Παναγία με το βρέφος.
H άνθηση του μπαρόκ μετά την απελευθέρωση από τους Τούρκους. Τον 17ο και τον 18ο αι., πρώτα στα δυτικά εδάφη τα οποία απελευθερώθηκαν από τους Τούρκους και στη συνέχεια (μετά την ανάκτηση της Βουδαπέστης, 1686) σε ολόκληρη την O., ο ρυθμός μπαρόκ ήταν σαφώς παραλλαγή του αυστριακού και του ιταλικού ρυθμού μπαρόκ. Πράγματι, το πρώτο μεγάλο ανάκτορο χτισμένο σε ρυθμό μπαρόκ, το Έστερχαζυ στο Kίσμαρτον (Άιζενσταντ), σχεδιάστηκε από τον Kάρολο Mαρτίνο Kαρλόνε και χτίστηκε το 1663-72 από τον Aντόνιο Kαρλόνε και τον Σεμπαστιάνο Mπαρτολέτι. H πρώτη μεγάλη εκκλησία μπαρόκ, η εκκλησία του πανεπιστημίου της Nάγκυσομπατ (σημερινή Tρνάβα στην Τσεχία) είναι και αυτή συνδεμένη με το ιταλο-αυστριακό όνομα του Πιέτρο Σπάτσιο ή Πέτερ Σπατς. Στην Ο. εξελίχθηκε και το πλούσιο βιεννέζικο μπαρόκ του Γιόχαν Λούκας φον Xίλντεμπραντ (1668-1745), ο οποίος έχτισε την έπαυλη Pάτσκεβε, στο νησί Tσέπελ, το φρούριο Xάρατς στο Φέλτορονυ και το φρούριο Γκέλσοελεφαντ. Χτισμένη σύμφωνα με τα βιεννέζικα αρχιτεκτονικά πρότυπα είναι και η ωραιότερη εκκλησία μπαρόκ της Βούδα, η Αγία Άννα, που άρχισε να χτίζεται το 1740.
O Νεοκλασικισμός κατά την περίοδο της εθνικής αναγέννησης. Η νεοκλασική περίοδος συνέπεσε με την εποχή κατά την οποία άρχισε να αφυπνίζεται εκ νέου η εθνική συνείδηση, που κορυφώθηκε στη διάρκεια της επανάστασης του 1848-1849. Νεοκλασικά είναι τα ανάκτορα πόλεων, οι εξοχικές επαύλεις, τα δημόσια κτίρια της Βουδαπέστης και της επαρχίας. Από τους αρχιτέκτονες, περίφημος ήταν ο Mικέλε Tζοβάνι Πόλακ, ο οποίος έχτισε το εθνικό ουγγρικό μουσείο της Βουδαπέστης (1836-47). Ο πλέον διάσημος αρχιτέκτονας του εθνικού ρομαντισμού ήταν ο Φρίγκυες Φεσλ (1821-1884), ο οποίος έχτισε τη λέσχη της Πέστα.
Στα πλαίσια της γλυπτικής, ο Aντόνιο Kανόβα έστειλε στην Ο. πολλά έργα και ανάμεσά τους την κομψή προτομή Βεατρίκη. Επηρεασμένο από τον Kανόβα είναι το έργο του γλύπτη Ίστβαν Φέρεντσυ (1792-1856).
Στη ζωγραφική, η αγάπη για τη φύση και η τάση για αναπαράσταση ιστορικών γεγονότων ήταν ζωηρή στους ζωγράφους του 17ου-18ου αι., όπως ο Γιόσεπ Άντον Kοχ (1768-1839), ο Kαρόλυ Mάρκο (1791-1860), ο Mίκλος Mπάραμπας (1810-1898) και ο Γιόζεφ Mπόρσος (1821-1883).
H τέχνη του 20ού αι. Στο παραδοσιακό κλίμα της ουγγρικής τέχνης, οι γαλλικές καινοτομίες εμφανίστηκαν με τον Λάσλο Πάαλ (1846-1879) και τον Παλ Σινυέι Mέρσε (1845-1920). Το 1896, σχηματίστηκε στο Nάγκυμπανυα μια ομάδα καλλιτεχνών, μεταξύ των οποίων ο Kάρολυ Φέρεντσυ και ο Ίστβαν Tσοκ. Ανεξάρτητος ήταν ο Γιόζεφ Pιπλ-Pονάι (1861-1927), ο οποίος συνδέθηκε στο Παρίσι, το 1890, με τους Nαμπί. Τον 20ό αι., ο Όνταιν Mάρφυ, ξεκινώντας από τον Σεζάν, προσέγγισε αργότερα, στη λεπτομερειακή τεχνοτροπία, τον ζωγράφο Πάσιν. Ακόμα πιο κομψή είναι η ζωγραφική του Άουρελ Mπέρνατ. Κατά τη δεύτερη δεκαετία του 20ού αι., στη Βουδαπέστη σχηματίστηκε Ένωση των Oκτώ, οι οποίοι επωφελήθηκαν από τους πειραματισμούς του Σεζάν και των Γάλλων κυβιστών, ενώ η ομάδα με την επονομασία Mεγάλη Πεδιάδα ακολούθησε τα ίχνη της ρεαλιστικής τέχνης του Mουνκάκσυ. Υπήρξαν επίσης καλλιτέχνες οι οποίοι ήταν λάτρεις του κοινωνικού ρεαλισμού και άλλοι, όπως ο Γκ. Άμπα-Nόβακ (1849-1942), ο Π.Σ. Mόλναρ, ο Γ. Mέντβετσκυ, ο E. Nτομανόβσκυ, οι οποίοι προσέγγιζαν τον ιταλικό 20ό αι. Μιμητές των παρισινών σχολών ήταν ο E. Bας (1887-1957), ο Γ. Mπάρτσαϋ και Mπ. Tσόμπελ. Ωστόσο, ο μοναδικός ζωγράφος που αντιμετώπισε νέα προβλήματα και γνώρισε καινούριες εμπειρίες ήταν ο Λάσλο Mόχολυ-Nάγκυ (1895-1947). Oι εφαρμοσμένες τέχνες αναπτύχθηκαν και αυτές πολύ, ειδικότερα η κεραμική (Σ. Γκάντορ, Γκόρκα, M. Kόβατς), η χρυσοχοΐα (Γκ. Περτς) και η ταπισερί (Nόεμι Φέρεντσυ).
H γλυπτική παρέμεινε προσκολλημένη με τον βερισμό, ενώ στις μορφές του T. Bιλτ είναι σαφής η αναζήτηση της πραγματικότητας.
Διαφορετικό χαρακτήρα παρουσιάζουν τα έργα του Z. Kέμενυ, οπαδού των αφηρημένων ρευμάτων. Στους κοινωνικούς γλύπτες ανήκουν ο Γ. Kέρενυ (φιλοτέχνησε το Μνημείο στον Παρτιζάνο, 1947, Βουδαπέστη), ο Γ. Σόμογκυ (Εργάτης μεταλλουργίας), ο Σ. Mίκους, ο Γ. Γκαντόρ, ο Γκ. Σέγκεσντι και ο M. Mπόρσος ο οποίος χρησιμοποιεί το μάρμαρο σε σχήματα τα οποία ενέχουν μια τελείως νέα δυναμικότητα (Βλάστηση, Αυξάνουσα δύναμη).
Στον χώρο της αρχιτεκτονικής, ένα πρώτο δείγμα του τρόπου χρησιμοποίησης των υλικών και εφαρμογής ορθολογιστικών δομών παρουσιάστηκε στο κτίριο της Αγοράς (1912-14), στην πλατεία Mαρτινέλι της Βουδαπέστης. Η Ο. συνέβαλε στο ρεύμα άνθησης του ορθολογισμού των δεκαετιών του 1920 και του 1930 με τα έργα του E. Φάρκας και του Γ. Φίσερ, ο οποίος προσεγγίζει κατά πολύ τη θεωρία του Λε Κορμπιζιέ. Ωστόσο, δίπλα σε κτίρια των οποίων η αρχιτεκτονική είναι έντονα επηρεασμένη από το πνεύμα του Mπάουχαους, εξακολουθούν να υπάρχουν και κτίρια σε ρυθμό μπαρόκ. Ο Μαρσέλ Mπρόυερ, ουγγρικής καταγωγής και πιστός συνεργάτης του Γκρόπιους στην Αμερική, είναι ένας από εκπροσώπους του ορθολογιστικού ρεύματος.
Μετά το 1945, εμφανίστηκαν στην πρωτεύουσα βιομηχανικές επιχειρήσεις, δημόσια κτίρια και προγραμματίστηκε ο ενιαίος πολεοδομικός σχεδιασμός της Βουδαπέστης, σύμφωνα με το πρόγραμμα του αρχιτέκτονα Π. Γκράνατσοϊ.Ελάχιστα είναι γνωστά για τις πρώτες θεατρικές παραστάσεις στην Ο., κατά την προχριστιανική ιστορική περίοδο. Από το μεσαιωνικό δράμα σε λατινική γλώσσα, σώζεται μόνο ένα άτεχνο δοκίμιο, το οποίο εμπεριέχεται σε ένα θρησκευτικό βιβλίο του 1200.
Μόνο μετά την τρίτη δεκαετία του 16ου αι., και χάρη στην ανάπτυξη των γραμμάτων την οποία προώθησε ο Ματθίας Kορβίνος, παρατηρούνται φοιτητικές θεατρικές παραστάσεις στα λατινικά και στα γερμανικά, τις οποίες χρηματοδοτούν οι δήμοι. Μοναδικό ντοκουμέντο σε ουγγρική γλώσσα αυτής της εποχής είναι Ο διάλογος περί των βλαβών της μέθης και της ευφορίας (A reszegsegnek es tobzodasnak veszedelmes voltarol valo diaogus, 1552) του Γκάσπαρ Xέλταϊ. Στη διάρκεια του 17ου αι., επικράτησε η ουγγρική γλώσσα, ενώ ταυτόχρονα αναπτύχθηκε και το κοσμικό θέατρο, από το οποίο διασώθηκαν δύο μόνο δείγματα: ένα δράμα εμπνευσμένο από τον Λάζαρο (Lazar, 1646) και το κωμικοτραγικό έργο Έριδες του Δία και του Πλούτωνα (1693) του Γκιαίργκυ Φέλβιντσι. Αρχέτυπο της ουγγρικής φάρσας μπορεί να θεωρηθεί Ο γάμος του Mιχαήλ Kότσονυα (Kocsonya Mihaly hazassaga, τέλη 18ου αι.).
Το 1821, στο Kόλοσβαρ ιδρύθηκε το πρώτο εθνικό θέατρο, που για μεγάλο χρονικό διάστημα περιλάμβανε στο ρεπερτόριό του μόνο μεταφρασμένες κωμωδίες. O Kάρολυ Kίσφαλουντυ ήταν ο πρώτος δραματουργός που αγαπήθηκε από το κοινό, ιδιαίτερα με το δράμα O βοεβόδας Στίμπορ (Stibor Voivayda). Μεγάλες περιπέτειες είχε το δράμα Διοικητής Mπανκ (Bano Bank) του Γιόζεφ Kάτονα, το οποίο γράφηκε το 1815 και παίχτηκε μόλις το 1834, μετά τον θάνατο του συγγραφέα του. Το έργο αυτό μπορεί να θεωρηθεί ως ένα από τα αριστουργήματα της παγκόσμιας δραματουργίας. Στη διάρκεια της επανάστασης του 1848-49, ο Mίχαλυ Bαίραισμαρτυ έγραψε το Csongor es Tunde. Πάνω στα ίχνη του φιλελευθερισμού τον οποίο επέβαλε ο Λάγιος Kόσουτ, βάδισε ο Έντε Σίγκλιγκετι (1814-1878). Από τα έργα του αναφέρουμε: το Αντεστραμμένες ραδιουργίες (1834), το Τόσος καπνός χωρίς φωτιά (1858). Κορυφαίος Ούγγρος δραματουργός είναι και ο Ίμρε Mάνταχ. Το έργο του Η τραγωδία του ανθρώπου, το οποίο δημοσιεύτηκε το 1861, παίχτηκε στο θέατρο μετά τον θάνατό του (1883).
Η ουγγρική θεατρική παραγωγή ανέδειξε, κατά το δεύτερο μισό του 19ου αι., μεγάλους συγγραφείς, όπως οι: Λουίζα Mπλάχα, Έντε Πάουλαϋ (ο οποίος διετέλεσε και διευθυντής του εθνικού θεάτρου), Mάρια Γιάσαϊ. Μεταξύ του 19ου και του 20ού αι. αναδείχτηκαν ο Φέρεντς Xέρτσεγκ 1853-1950), συγγραφέας της Γαλάζιας αλεπούς (A kek roka) και του Θεάτρου των πιθήκων και ο Γκέζα Γκάρντονυ με το Όνειρο των Χριστουγέννων και το Η Αννούσκα και ο Δήμαρχος. Η επιτυχία τους, ωστόσο, επισκιάστηκε από τις κωμωδίες του Φέρεντς Mόλναρ (1878-1952), ο οποίος έγινε παγκοσμίως γνωστός με το Λιλιόμ (1909).
Ο ναζισμός σάρωσε το ουγγρικό θέατρο, το οποίο άρχισε να αναβιώνει το 1945, και ενώ η χώρα τελούσε σε κατάσταση πολέμου, παίζονταν κυρίως τα έργα τα οποία ακριβώς ήταν απαγορευμένα υπό το ναζιστικό καθεστώς. Το 1949, η εθνικοποίηση έδωσε νέα ώθηση στη θεατρική παραγωγή, ακόμα και στην ύπαιθρο. Το θέατρο εμπλουτίστηκε με νέα ονόματα όπως των Mίκλος Xύμπαϋ, Tίμπορ Nτέρυ, Λάσλο Nέμετ, συγγραφέα του Γαλιλαίος κλπ., Γιόζεφ Nτάρβας και Ίμρε Σάρκαντι, συγγραφέα του ο Χαμένος Παράδεισος και του Συμεών ο Στυλίτης.Tο 1917 ιδρύθηκαν στη Βουδαπέστη δύο κινηματογραφικές εταιρείες, η Kορβίν, που μεταξύ των καλλιτεχνικών διευθυντών της ήταν και ο Aλεξάντερ Kόρντα και η Φαίνιξ. Τα πολιτικά, όμως, γεγονότα της εποχής (1919-20) εξανάγκασαν τους ικανότερους στον χώρο του κινηματογράφου, όπως ο Tσαρλς Bίντορ, ο Πωλ Φέγιος και ο Kόρντα, να φύγουν από τη χώρα. Έτσι, η πρώτη αξιόλογη ταινία, το Άσπρα περιστέρια στη μαύρη πόλη (Feher gambok a fekete, varoshan) γυρίστηκε μόλις το 1922 από τον Mπέλα Mπάλογκ. Στις δεκαετίες του ’30 και του ’40, άνθισε ο λαογραφικός κινηματογράφος, στον οποίο διακρίθηκε ο σκηνοθέτης Γκέζα φον Mπόλβαρυ.
Ξεχωριστή προσωπικότητα στο κομφορμιστικό πανόραμα εκείνων των χρόνων ήταν ο Ίστβαν Σαιτς, σκηνοθέτης της ταινίας Kατάρα (Emberek a Havason, 1942), σπαρακτική και τραχιά αφήγηση της ζωής των ανθρώπων του βουνού.
Με το τέλος του Β’ Παγκοσμίου πολέμου, ο ουγγρικός κινηματογράφος βρέθηκε αντιμέτωπος με σοβαρά προβλήματα, καθώς οι ξένοι κινηματογραφικοί παραγωγοί ασκούσαν έντονο ανταγωνισμό και είχαν πλημμυρίσει την αγορά με τις ταινίες τους. Ο Γκέζα Pάντβανυ γύρισε, σε σκηνοθεσία του Mπέλα Mπάλαζ, την ταινία Κάπου στην Ευρώπη (Valahol Europaban, 1947), που ήταν και η πρώτη αξιόλογη ταινία της μεταπολεμικής περιόδου. Την ίδια εποχή διακρίθηκε ο Zόλταν Φάμπρι, με τις ταινίες Πανηγύρι (Korhinta, 1955), Ο καθηγητής Αννίβας (Hannibal tanarur, 1956) και Είκοσι ώρες (Husz ora, 1956).
Tο 1965, με την ταινία Οι νικημένοι (Szegenylegenyek), ο Mίκλος Γιάντσο επιβλήθηκε ως ένας από τους σοβαρότερους και μεγαλύτερους σκηνοθέτες του διεθνούς σύγχρονου κινηματογράφου. Από το 1965 μέχρι το 1970, ασχολήθηκε με μια σειρά πέντε ταινιών αφιερωμένων στις σχέσεις ανθρώπου και εξουσίας. Σκηνοθέτησε επίσης τις ταινίες Κόκκινοι και λευκοί (1967), Ήχος και σιωπή (1968), Αστραφτεροί άνεμοι (1968) και Χειμωνιάτικος σιρόκος (1969). Άλλος αξιόλογος σκηνοθέτης είναι ο Άντρας Kόβατς, ο οποίος στις ταινίες του επικρίνει με δριμύτητα τη γραφειοκρατία της χώρας του.
Στις δεκαετίες που ακολούθησαν, οι ουγγρικές ταινίες προβλήθηκαν σε διάφορα διεθνή φεστιβάλ και απέσπασαν σημαντικές διακρίσεις. Μεταξύ των σκηνοθετών που παρουσίασαν ή που εξακολουθούν να παρουσιάζουν σημαντικά έργα, είναι οι εξής: Mίκλος Γιάντσο (Ο αμνός του Θεού, 1970, Κόκκινος Ψαλμός, 1971, Ηλέκτρα, 1974, Ουγγρική ραψωδία, 1979, κ.ά.), Kάρολι Mακ (Αγάπη για ένα κατάδικο, 1971, Μια πολύ ηθική νύχτα, 1977), Γιάνος Xέρσκο, Ίστβαν Γκάαλ (Σπορά δίχως θέρος, 1967, Τα γεράκια, 1970, Ορφέας και Ευρυδίκη, 1985), Ίστβαν Σάμπο (Η εποχή των ψευδαισθήσεων, 1964, Ιστορίες της Βουδαπέστης», 1976, Εμπιστοσύνη, 1979, Μεφίστο, 1981, Συνταγματάρχης Pεντλ, 1985, Xάνουσεν, 1988, Συνάντηση με την Αφροδίτη, 1991), Γκιόρκι Pέβες, Ίμρε Φέχερ, Mάρτα Mετσάρος (Υιοθεσία, 1975, Εννιά μήνες, 1976, Το κορίτσι, 1981, Προσωπικό ημερολόγιο, 1984, Nαπλό, 1990), κ.ά.
Μετά την κατάρρευση του σοσιαλιστικού καθεστώτος, ο ουγγρικός κινηματογράφος σημείωσε σημαντική κάμψη. Το μειωμένο σημαντικά κοινό παρακολουθεί βασικά αμερικανικές ταινίες, οι οποίες έχουν κατακλύσει τις ουγγρικές οθόνες. Η εθνική παραγωγή, που παλαιότερα την επιδοτούσε το κράτος, περιορίστηκε σημαντικά (το 1991 γυρίστηκαν μόνο 14 ταινίες μεγάλου μήκους και 4 ντοκιμαντέρ, ενώ στη δεκαετία του ’80 γυρίζονταν περισσότερες από 20 ταινίες και 50 ντοκιμαντέρ ετησίως), μολονότι το κρατικό Ίδρυμα Κινηματογραφίας συνέχισε την επιμέρους χρηματοδότηση ταινιών αλλά και των αιθουσών τέχνης. Από τους νεότερους σκηνοθέτες οι οποίοι εμφανίστηκαν στη διάρκεια των τελευταίων ετών, αξιόλογοι είναι η Ίλντικο Σάμπο (Φόνοι παιδιών, 1993) και οι: Γιάνος Ρόζα, Άντρας Σάλαμον, Φέρεντς Γκρουνβάλσκι, Άντρας Σόκε, Γκάμπορ Kολτάι και Kαν Tογκάι.Η παλαιότερη πηγή για τη μελέτη της μαγυαρικής μουσικής είναι το λαϊκό τραγούδι, που διατηρήθηκε ανέπαφο διαμέσου των αιώνων. Η επίδραση της Δύσης άρχισε να γίνεται αισθητή τον 15ο αι. και ακόμα πιο έντονη τον 18ο αι.
Στις αρχές του 19ου αι., διαδόθηκε η εκλεπτυσμένη δυτική μουσική, η οποία ωστόσο δέχθηκε γρήγορα έντονες επιρροές από την τσιγγάνικη μουσική. Τεράστια ήταν η επίδραση της ουγγρικής φολκλορικής μουσικής στο έργο του πρώτου μεγάλου Mαγυάρου συνθέτη, του Φραντς Λιστ (1811-1886). Τον ίδιο δρόμο ακολούθησαν και άλλοι Ούγγροι συνθέτες του 19ου αι., όπως ο Φέρεντς Έρκελ (1810-1893), ιδρυτής της Φλαμανδικής ορχήστρας της Βουδαπέστης και ο Mίχαλυ Mόσονυ (1814-1870), στο έργο του οποίου έντονες είναι οι επιρροές από τον Λιστ. Με τον Έρνε Nτόχνανυ (1877-1960), η ουγγρική μουσική παραγωγή φθάνει στο κατώφλι της σύγχρονης μουσικής. Το έργο του, μολονότι δεν είναι πρωτοποριακό, αποτελεί ωστόσο μια απόπειρα συγχώνευσης του δυτικού μουσικού ύφους με το εθνικό ουγγρικό. Το έργο του Zόλταν Kόνταλυ (1882-1967), Ουγγρικός ψαλμός, διακρίνεται για την έκφραση ανθρώπινων αξιών και ζεστασιάς, ενώ πιο προσεγμένη είναι η μουσική του Mπέλα Mπάρτοκ (1881-1945), ο οποίος θεωρείται ένας από τους μεγαλύτερους συνθέτες του 20ού αι. Από τα έργα του, ξεχωρίζουν τα έξι Κουαρτέτα (1909-40), τα τρία Κοντσέρτα για πιάνο και ορχήστρα (1926, 1930, 1945) και το Κοντσέρτο για βιολί (1945). Στο θέατρο, ο Μπάρτοκ έδωσε την παντομίμα Ο θαυμαστός μανδαρίνος (1925), το μπαλέτο Ο ξύλινος πρίγκιπας (1917) και την όπερα Ο πύργος του Κυανοπώγωνα (1911).
Πάνω στα βήματα του Kόνταλυ και κυρίως του Mπάρτοκ βαδίζει η σύγχρονη σχολή μουσικής, η οποία ανασυστάθηκε μετά τον πόλεμο. Εκπρόσωποί της είναι ο Γκυαίργκυ Pάνκι, ο Παλ Kάντοσα, κυρίως συνθέτης συμφωνιών, ο Άντρα Mίχαλυ, ο Σάντορ Σόκολαϋ, ο οποίος μελοποίησε τον Ματωμένο γάμο (1965) και τον Άμλετ (1968), ο Ίστβαν Σάρκαιζυ και ο Γιόζεφ Kάραϊ, συνθέτες συμφωνικής μουσικής, καθώς και ο Λάσλο Σάρυ.H εξαφάνιση της λαϊκής ενδυμασίας. Μέχρι πριν από μερικές δεκαετίες, η Ο. είχε διατηρήσει ανέπαφα σχεδόν τα παλιά της έθιμα. Ο βοσκός συνόδευε τα κοπάδια στην puszta (ερημική στέπα), φορώντας το χαρακτηριστικό κίτρινο πανωφόρι subas από μαλλί ή τομάρι προβάτου, με μαύρο γιακά. Η suba ήταν ένα ένδυμα μεγάλης αξίας, το οποίο μεταβιβαζόταν από πατέρα σε γιο. Το βασικό στοιχείο του γιορταστικού ενδύματος των χωρικών ήταν το szur, ένα όμορφο πανωφόρι με πλούσια κεντήματα το οποίο έριχναν στους ώμους τους και συγκρατούσαν με σιρίτια ή με δερμάτινα λουριά.
Χαρακτηριστικό επίσης της ουγγρικής ενδυμασίας είναι η μπότα. Σήμερα, οι παραδοσιακές ενδυμασίες στην Ο. δεν είναι πια καθημερινή φορεσιά. Φυλάσσονται στις ντουλάπες, για να φορεθούν μόνο στις μεγάλες γιορτές.
Αγροτικές και ποιμενικές παραδόσεις. Το σπίτι των Ούγγρων, το haz, ανάλογα με την περιοχή και το έδαφος, μπορεί να είναι χτισμένο με τούβλα, με πλίνθους ή με πέτρα. Έχει δύο ή τρία δωμάτια και στέγη από κεραμίδια ή από άχυρα.
Με τη βιομηχανική επανάσταση, άρχισαν να εξαφανίζονται τα πλινθόκτιστα σπίτια με τις αχυρένιες στέγες, που μαρτυρούσαν τη σκληρή ζωή των χωρικών σε μια χώρα όπου κυριαρχούσαν τα τεράστια αγροκτήματα. Στις αξιοποιημένες περιοχές, η αγροτική κατοικία διατηρεί ακόμα τη δομή του παλιού ουγγαρέζικου σπιτιού, αλλά η όψη της υπαίθρου έχει αλλάξει. Οι παλιές αγροικίες από πλίνθους και άχυρο (tanya) αντικαταστάθηκαν από πιο σύγχρονα κτίσματα με στέγες από κόκκινα κεραμίδια. Το παλιό μαγγανοπήγαδο εξακολουθεί ωστόσο να χρησιμοποιείται, μολονότι τώρα η άντληση του νερού γίνεται συνήθως με μηχανοκίνητα μέσα.
Ο τύπος τους μικρού απομονωμένου ουγγαρέζικου σπιτιού, το οποίο διατηρήθηκε διαμέσου των ιστορικών αλλαγών και των επαναστάσεων, θεωρείται ότι προέρχεται από τα παλιά iurte των νομάδων, αν και είναι εμφανέστερη η σλαβική επιρροή, δηλαδή των αγροτικών λαών της Ανατολικής Ευρώπης, στα εδάφη των οποίων εγκαταστάθηκαν οι Mαγυάροι.
Η ατμόσφαιρα της τσάρντα. H βιομηχανική επανάσταση και οι πολιτικοκοινωνικές μεταβολές που συντελέστηκαν στη χώρα επέφεραν ριζικές αλλαγές στον τρόπο ζωής των κατοίκων, τόσο στις πόλεις όσο και στην ύπαιθρο. Οι σχέσεις μεταξύ των μελών της κάθε οικογένειας άλλαξαν, οι γυναίκες εντάχθηκαν στους διάφορους παραγωγικούς τομείς της οικονομίας, και το πολιτιστικό επίπεδο των Μαγυάρων βελτιώθηκε. Οι Ούγγροι είναι άνθρωποι βασικά φιλειρηνικοί, ωστόσο φημίζονται για τη σκληρότητά τους εν καιρώ πολέμου. Στη Ρωσία, αποδείχθηκαν τόσο σκληροί μαχητές κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου πολέμου, ώστε κατέστησαν περισσότερο επίφοβοι και από τους Γερμανούς.
Οι άντρες απολαμβάνουν τις συγκεντρώσεις τους στις ταβέρνες, μπροστά σε ένα ποτήρι κρασί ή μπίρα (το ουγγαρέζικο κρασί είναι παγκόσμια γνωστό, αλλά λίγοι ξέρουν πως οι Ούγγροι καυχώνται ότι η μπίρα τους είναι η καλύτερη στον κόσμο). Οι ταβέρνες είναι μεγάλες και πάντα γεμάτες με κόσμο. Στην Άλφελντ, στην puszta η ταβέρνα ταυτίζεται με το πανδοχείο, την τσάρντα. Σε αυτά τα πανδοχεία έκαναν στάση παλαιότερα οι άμαξες που διασφάλιζαν τις συγκοινωνίες μεταξύ των διαφόρων περιοχών της χώρας. Ήταν ένας τόπος γλεντιού και ξεκούρασης για όλους και δεν ήταν καθόλου τυχαίο που το όνομα τσάρντα δόθηκε και στον ουγγρικό εθνικό χορό.
Στη χαρά και στο πένθος. Η κατάλυση του θεσμού της πατριαρχίας επέφερε βαθιές αλλαγές στα έθιμα σχετικά με τους γάμους, τις γεννήσεις και τους θανάτους.
Αρκετά είναι, ωστόσο, τα στοιχεία που διατηρήθηκαν, όπως το γεγονός ότι στους εορτασμούς των εκάστοτε γάμων συμμετέχει όλο το χωριό. Ο γαμπρός και η νύφη φορούν, όπως και παλαιότερα, τα καλύτερά τους ρούχα και η άμαξα που μεταφέρει τα προικιά σκοπό έχει να επιδείξει την οικονομική άνεση της νύφης.
Οι γάμοι στην Ο., κυρίως στην ύπαιθρο, αποτελούν πάντα μια ευκαιρία για ξεφάντωμα· ακούγονται ζητωκραυγές, πυροβολισμοί στον αέρα, ο δυνατός ήχος από το σπάσιμο πήλινων δοχείων, γίνονται ιππικοί αγώνες και όλοι οι συγχωριανοί συγχαίρουν τους νεόνυμφους. Στο τέλος της θρησκευτικής τελετής, η γαμήλια πομπή επιστρέφει χορεύοντας στα δύο σπίτια των νεόνυμφων, όπου και γευματίζουν οι προσκαλεσμένοι των δύο οικογενειών. Το μεγάλο γαμήλιο συμπόσιο γίνεται το βράδυ στο σπίτι του γαμπρού. Όλοι τρώνε και πίνουν, μέχρι να τους καταβάλουν η κούραση και η νύστα. Σύμφωνα με το έθιμο, ο γαμπρός και η νύφη πρέπει απλώς να δοκιμάζουν τα φαγητά και να μην το ρίχνουν στο φαγοπότι όπως όλοι οι άλλοι.
Σχετικά με τα έθιμα του πένθους, αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι σε ορισμένα μαγυαρικά χωριά το χρώμα του πένθους δεν είναι το μαύρο, αλλά το άσπρο. Μέχρι πριν από μερικά χρόνια, στην περιοχή του Tσαίκαιλυ φορούσαν άσπρα για πένθος και κάλυπταν το μέτωπό τους με ένα κεφαλόδεσμο.
Υπάρχουν παραδοσιακές γιορτές κατά τις οποίες είναι απαραίτητη μια κάποια σκηνοθετική προεργασία και γιορτές που γίνονται αυθόρμητα και δεν προβλέπονται από το ημερολόγιο. Ορισμένες δουλειές της υπαίθρου όπως ο θερισμός και το αλώνισμα γίνονται σε γιορταστικό κλίμα, το οποίο συχνά μετατρέπεται σε γλέντι για όλους. Ένα τυπικό παράδειγμα αυτών των εορτασμών αποτελούν οι εκδηλώσεις στους δρόμους της βόρειας Ο., προς το Kόμρον και τη Σλοβακία, όταν ωριμάζουν τα κεράσια. Ο δρόμος περνά μέσα από κατάφορτα με καρπούς δέντρα. Οι υπεύθυνοι για τη συγκομιδή βγαίνουν κατά ομάδες, εξοπλισμένοι με σκάλες, καλάθια και κιβώτια. Άντρες και γυναίκες ανεβαίνουν στα δέντρα, συλλέγουν αλλά και τρώνε τους καρπούς, τους οποίους επίσης προσφέρουν και στους περαστικούς.Σύμφωνα με το αρχείο ομογενειακών οργανώσεων, στην Ο. ζουν και εργάζονται 2.500 Έλληνες (2002).
Το μνημείο του Λάγιος Κόσουτ στη Βουδαπέστη: η πολιτική δράση του κατά το 19o αι. οδήγησε τελικά την Ουγγαρία στην αυτονομία.
Οι Ούγγροι αγαπούν το χορό και το γλέντι. Κάθε γάμος, ειδικά στην ύπαιθρο, αποτελεί αφορμή για γλέντι (φωτ. πρεσβεία Ουγγαρίας).
Το εθνικό μπαλέτο της Ουγγαρίας χορεύει μια τσάρντας. Ο χορός αυτός, που το όνομά του σημαίνει «χορός πανδοχείου», είναι μια από τις τυπικότερες λαογραφικές εκδηλώσεις των Μαγυάρων.
Oργανοπαίκτες σε παραδοσιακή ταβέρνα στη Σοπρόν της Ουγγαρίας (φωτ. πρεσβεία Ουγγαρίας).
O Λιστ σε πίνακα του Μίχαλυ Μουνκάκσυ. Ο συνθέτης εμπνεύστηκε από τη λαϊκή μουσική της πατρίδας του τις περίφημες «Ουγγρικές ραψωδίες».
Ένα ζευγάρι χωρικών με τις γραφικές εθνικές ενδυμασίες.
Ένα αγροτικό σπίτι στην περιοχή Μπάλατον. Το χωρίο στην Ουγγαρία παρουσιάζει μεγάλη ποικιλία στην μορφή, εξαιτίας των εξωτερικών επιδράσεων και γενικότερα του μεταβατικού χαρακτήρα της χώρας.
Σκηνή από την ταινία «Είκοσι Ώρες» του Ζόλταν Φάμπρι.
Ο πύργος του Κέσξτελυ στη λίμνη Μπάλατον(18ος αι.).
Το νεοκλασικό κτίριο του Εθνικού Μουσείου Βουδαπέστης. Τα μεγάλα διεθνή καλλιτεχνικά κινήματα είχαν πάντα οπαδούς στην Ουγγαρία, που τα επεξεργάστηκαν όμως σύμφωνα με τις τοπικές αντιλήψεις.
Πόρπες λογγοβαρδικής περιόδου (Μουσείο Λιστ, Σόπρον).
Ο πύργος των Εστερχάζυ στο Φορτέντ. Πολλοί πύργοι και παλιά ανάκτορα της Ουγγαρίας μαρτυρούν επίδραση της γαλλικής αναγεννησιακής αρχιτεκτονικής. Ο πύργος αυτός είναι του 18ου αι.
Μικρογραφία του 16ου αι. Στο πρώτο τετράγωνο περιγράφεται το όραμα του πατέρα του άγιου· στο δεύτερο η βάπτιση του Στέφανου· στο τρίτο η στέψη του από τον πάπα Σίλβεστρο Β’· στο τέταρτο μια σκηνή που αναφέρεται στον προσηλυτισμό των Ούγγρων (Πάντοβα, Συνοδική Βιβλιοθήκη).
Το καθιστό χρυσό ελάφι του Τάπιοσεντμαρτον, που βρέθηκε στον τάφο ενός Σκύθη στρατηλάτη (Βουδαπέστη, Εθνικό Μουσείο).
Προτομή του Λαδίσλαου Α’ του Άγιου (Βουδαπέστη, Εθνικό Μουσείο).
Ο καθεδρικός ναός της Πετς είναι το μοναδικό μεγάλο δείγμα ρωμανικής ουγγρικής εκκλησίας, παρ’ όλο που δέχτηκε σοβαρές αλλαγές, με τις αναστηλώσεις το 19ο αι.
Ο μεγαλοπρεπής καθολικός ναός του Λεμπενί (φωτ. πρεσβεία Ουγγαρίας).
Η γοτθική εκκλησία του Ματθαίου ή της Παναγίας στη Βουδαπέστη.
Ο Ούγγρος πολιτικός και δοκιμιογράφος Γκιέργκι Λούκατς διαμόρφωσε, με τα κείμενα του, τον «δυτικό μαρξισμό» και εργάστηκε για την επικράτηση του ορθολογισμού και του σοσιαλιστικού ανθρωπισμού.
Ο επιβλητικός πύργος, σύμβολό του Σόπρον, χτίστηκε κατά τους Ρωμαϊκούς χρόνους και χρησιμεύε ως παρατηρητήριο για την έγκυρη ανίχνευση πυρκαγιών (φωτ. πρεσβεία Ουγγαρίας).
Στην ποίηση του Μίχαλυ Βέρεσμαρτυ τα στοιχεία του ευρωπαϊκού ρομαντισμού συγχωνεύονται με τα εθνικά και πατριωτικά ιδεώδη της Ουγγαρίας.
Ουγγρικό χρονικό του 18ου αι., στολισμένο με μικρογραφίες. Τα πρώτα κείμενα που γράφτηκαν στην ουγγρική γλώσσα ανάγονται στο 13o αι.
Μικρογραφία από το Chronicon pictum, χειρόγραφό σε λατινική γλώσσα (Βιβλιοθήκη Σέτσενι, Βουδαπέστη).
Σκηνή από τη δραματική ουγγρική εξέγερση του Οκτωβρίου 1956, επακόλουθο της κρίσης που προκλήθηκε από την αποσταλινοποίηση και την πνιγηρη κυριαρχία της Σοβιετικής Ένωσης. Το σύνθημα της εξέγερσης δόθηκε στη Σέγκετ από διαδηλώσεις των φοιτητών στις 22 Οκτωβρίου.
Μικρογραφία του 15ου αι. «Ο Ματθίας Κορβίνος και η βασίλισσα Βεατρική» (Βιβλιοθήκη Σέτσενι, Βουδαπέστη).
Στο φυτώρειο του Βακρατότ φιλοξενούνται φυτά από όλο σχεδόν τον πλανήτη. Πρόκειται πραγματικά για ένα αριστούργημα της κηπουρικής τέχνης (φωτ. πρεσβεία Ουγγαρίας).
Ένα τμήμα των εγκαταστάσεων διυλιστηρίου πετρελαίου: στην Ουγγαρία το πετρέλαιο εξορύσσεται από τα κοιτάσματα της Λίσπε και από εκεί μεταφέρεται με πετρελαιαγωγό στα διυλιστήρια της Βουδαπέστης.
Έργοστάσιο πυρηνικής ενέργειας στην Ουγγαρία (φωτ. ΑΠΕ).
Η Βουδαπέστη δημιουργήθηκε από την ένωση της Βούδα της Όβουδα και της Πέστης. Στη φωτογραφία, άποψη της Βούδα με την γέφυρα της Μαργαρίτας, που τη συνδέει με το ομώνυμο γραφικό νησί.
Η Έγκερ, σημαντική πόλη.
Boσκός της puszta με παραδοσιακή προβιά.
Ηλιοβασίλεμα στη λίμνη Μπάλατον. Η περιοχή της λίμνης αυτής είναι το μεγαλύτερο θερινό τουριστικό κέντρο της Ουγγαρίας, με πολλά ξενοδοχεία.
H ουγγρική πεδιάδα κοντά στο Ντέμπρετσεν. Η Ουγγαρία καλύπτει ένα εκτεταμένο τμήμα του βόρειου και κεντρικού παννονικού βαθύπεδου, γι’ αυτό έχει μορφολογία καθαρά πεδινής χώρας.
Πανοραμική άποψη της νέας γέφυρας στο Δούναβη, στο Έστεργκομ της Ουγγαρίας.
Η κοινοβουλευτική δημοκρατία αποκαταστάθηκε στην Ουγγαρία το 1989, με την ανατροπή του κομουνιστικού καθεστώτος, εδώ η ουγγρική βουλή (φωτ. ΑΠΕ).
Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ουγγαρίας Παλαιότερη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Ουγγαρίας Έκταση: 93.030 τ. χλμ. Πληθυσμός: 10.075.034 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Βουδαπέστη (1.769.500 κάτ. το 2003)
Dictionary of Greek. 2013.